- Το ίδρυμα
- Συνεδριακό Κέντρο
- Εκδηλώσεις
- Ευρωπαϊκά Προγράμματα
- Προκηρύξεις
- Τα νέα μας
- Σύνδεσμοι
- Επικοινωνία
- Θρησκευτικές διαδρομές
- Πολιτική Cookies & Προσωπικά Δεδομένα
Που θα μας βρείτε
+30 2310397800
, +30 2310397711
+30 2310397815
info@grigoriospalamas.gr
Ώρες λειτουργίας
Η Ιερά Μονή Κορνοφωλιάς είναι κτισμένη σε απόσταση ενός χιλιομέτρου δυτικά του χωριού Κορνοφωλιά Σουφλίου, πάνω στο λόφο "Κουρί" και τιμάται στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το κύριο πανηγύρι της μονής γίνεται στα Εννιάμερα της Παναγίας, δηλαδή στην απόδοση της γιορτής της Κοιμήσεως, στις 23 Αυγούστου. Πότε ακριβώς κτίστηκε η Μονή μας είναι άγνωστο, θεωρείται όμως ότι στη θέση εκείνη υπήρχε παλιότερα άλλο μοναστήρι. Η τοπική παράδοση τη θέλει να έχει ιστορία τεσσάρων περίπου αιώνων. Εκείνο που μας είναι γνωστό, είναι ότι στις αρχές του 18ου αιώνα δόθηκε ανεπίσημα ως μετόχι στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Κατά το έτος 1747, με τη συγκατάθεση των κατοίκων της Κορνοφωλιάς και με ενέργειες του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Αυξεντίου (1744 - 1757) και του ηγούμενου της Μονής, Ιερομονάχου Αυξεντίου, επισημοποιήθηκε και επικυρώθηκε η κυριότητα της Μονής Ιβήρων, με Πατριαρχικό σιγίλιο (απόφαση) της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, επί Πατριαρχίας Παϊσίου Β'.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας λειτούργησε στο μοναστήρι κρυφό σχολειό, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής. Μέσα στην ασφάλεια του μοναστηριακού περιβόλου συγκροτούνταν αντάρτικες ομάδες κατά των Τούρκων, με το πρόσχημα της εκπαίδευσης των αντρών στις αγροτικές καλλιέργειες της μονής. Στο κέντρο της αυλής του μοναστηριού μάλιστα, βρίσκεται η προτομή του ηγούμενου Πορφύριου, που βρήκε μαρτυρικό θάνατο το 1912 από τους Τούρκους.
Στο καθολικό που είναι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου, βρίσκεται περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο που χρονολογείται το 1865. Φιλοτεχνήθηκε από κάποιον τεχνίτη με το όνομα Σταμάτιος Μαδυτιανός και φέρει παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Οι φορητές εικόνες είναι μεταγενέστερες και οι τοιχογραφίες ανάγονται στα μέσα του 18ου αιώνα, ίσως και παλιότερα ,ενώ είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια , επειδή έχουν εμφανή ίχνη επιζωγράφισης.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας, είναι αντίγραφο της Μονής Ιβήρων και είναι του 1757. Δόθηκε μαζί με το λείψανα του ποδιού του Αγ. Χαραλάμπους, ως δώρο από τους Ιβηρίτες Πατέρες, την περίοδο της παραχώρησης του μοναστηριού στη μονή Ιβήρων. Αξιόλογες είναι επίσης οι εικόνες του τέμπλου που είναι δωρεά Ελλήνων της Βουλγαρίας, οι εικόνες του προφήτη Ηλία και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Έπειτα από πολυετή εγκατάλειψη, το μοναστήρι επαναλειτούργησε το 1980, όταν εγκαταστάθηκε σ' αυτό γυναικεία αδελφότητα. Οι μοναχές είναι 13 και ασχολούνται με την αγιογραφία, το χρυσοκέντημα , τις αγροτικές καλλιέργειες. Το μοναστήρι λειτουργεί σύμφωνα με το αγιορείτικο τυπικό της μονής Ιβήρων.
Η Νέα Καρβάλη του νομού Καβάλας, που αποτελεί συνέχεια της παλαιάς Καππαδοκικής Καρβάλης (Γκέλβερι), ιδρύθηκε το 1925, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας, που ακολούθησε την μικρασιατική καταστροφή .Η λαμπρή της πορεία σημαδεύτηκε καθοριστικά από την παρουσία του αγίου τέκνου της, Γρηγορίου του Θεολόγου, ενός από τους μεγαλύτερους Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Στο ιερό προσκύνημα της Νέας Καρβάλης, φυλάσσονται τα λείψανα του Αγίου Γρηγορίου, τα οποία μετέφεραν με ευλάβεια οι Έλληνες από το Γκέλβερι της Μικράς Ασίας. Η επέτειος - μνήμη του μεγάλου Ιεράρχη της Εκκλησίας, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, αποτελεί κάθε χρόνο ένα ξεχωριστό γεγονός για τους χριστιανούς της πόλεως της Καβάλας αλλά και της ευρύτερης περιοχής
Κάθε χρόνο, την παραμονή της γιορτής του , το απόγευμα, ψάλλεται πανηγυρικός εσπερινός και στη συνέχεια, το βράδυ, γίνεται η καθιερωμένη αγρυπνία, ενώ την ημέρα της εορτής του Αγίου Γρηγορίου, στις 25 Ιανουαρίου, το πρωί, τελείται αρχιερατική Θεία Λειτουργία και αμέσως μετά γίνεται η περιφορά του σκηνώματος του Αγίου στους κεντρικούς δρόμους της Κοινότητος της Νέας Καρβάλης.
Οικιστικό κόσμημα για την πόλη της Αλεξανδρούπολης, είναι η παλιά πλατεία της Μητρόπολης, με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και τα δύο σχολεία με τη νεοκλασική δομή από τις δύο πλευρές της. Στη μια πλευρά βρίσκεται το δημοτικό σχολείο και στην άλλη το παλιό γυμνάσιο με την επιγραφή «ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΕΙΟΣ ΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΡΡΕΝΩΝ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ 1909», που σήμερα στεγάζει το εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως.
Στη μέση βρίσκεται ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου που χτίστηκε από τους κατοίκους στις αρχές του 20ου αιώνα, οι οποίοι ήταν στην πλειοψηφία τους ναυτικοί κι έτσι τίμησαν τον προστάτη τους, Άγιο Νικόλαο, κτίζοντας του περίλαμπρο ναό, με μαρμαρόγλυπτο τέμπλο. Μέσα στην εκκλησία, ξεχωρίζει η εικόνα της Παναγίας της Τριφώτισσας, που την έφεραν οι πρόσφυγες από την Αίνο, έργο του 19ου αιώνα. Είναι ανάγλυφη σε ξύλο και φιλοτεχνημένη με σπάνιες χρωστικές ουσίες που δημιουργούν πλαστικότητα στα πρόσωπα και εντείνουν τις φυσικές πτυχές των ενδυμασιών της.
Το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως ιδρύθηκε το 1976 από τον μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως και νυν Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιμο. Αρχικά στεγάσθηκε σε δύο αίθουσες του Πνευματικού Κέντρου της Ιεράς Μητροπόλεως, παραπλεύρως του μητροπολιτικού ναού του αγίου Νικολάου. Το 1982 η συλλογή, εμπλουτισμένη στο μεταξύ και με άλλα κειμήλια, μεταφέρθηκε στην Λεονταρίδειο Σχολή, κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο ήδη από το 1978. Το 1998 το Μουσείο ανέστειλε προσωρινά τη λειτουργία του, με σκοπό να γίνουν νέες εργασίες συντήρησης του κτιρίου και των εκθεμάτων. Άνοιξε ξανά τις πύλες του με τα εγκαίνια που τελέσθηκαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, τον Μάιο του 2000 και αφού είχε προηγηθεί νέα παρουσίαση της συλλογής, μετά από συστηματική τεκμηρίωση και μελέτη της και με νέο πλέον μουσειολογικό σκεπτικό.
Στο Μουσείο εκτίθενται παλιές εικόνες εκκλησιών, από την Ανατολική και τη Βόρεια Θράκη, ξυλόγλυπτα τέμπλα και επισκοπικά άμφια, καθώς και ιστορικά έγγραφα της Θράκης. Ξεχωριστό τμήμα αποτελεί η πινακοθήκη με έργα Θρακών ζωγράφων, καθώς και η εκκλησιαστική βιβλιοθήκη, προσφορά του Μητροπολίτη κ. Άνθιμου.
Ο μητροπολιτικός ναός του Διδυμοτείχου, που βρίσκεται στη νότια πλευρά του Κάστρου της πόλης, κτίστηκε το 1834 από τον προσκυνητή Κάλφα Μιχαήλ, όπως αναγράφεται σε κυκλική επιγραφή επάνω από την είσοδο. Στις γραπτές πηγές βρίσκουμε το ναό «νεοχμωθέντα εξ αυτών βάθρων και εις μέρη και εις πριν εν όλως ην» του προηγούμενου μεταβυζαντινού ναού, που με τη σειρά του είχε κτιστεί στη θέση του καθολικού βυζαντινού μοναστηριακού συγκροτήματος, όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες. Πότε το μοναστηριακό καθολικό μετατράπηκε σε ενοριακό και μάλιστα μητροπολιτικό ναό δεν είναι γνωστό. Πιθανώς κάτι τέτοιο θα συνέβη στο β΄ μισό του 17ου αιώνα. Ο προϋπάρχων μεταβυζαντινός ναός ήταν επίσης αφιερωμένος στον Άγιο Αθανάσιο και βρισκόταν σε κακή κατάσταση, σύμφωνα με σειρά εγγράφων, ήδη κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα.
Ο ναός διαθέτει θαυμάσιες φορητές εικόνες, αφιερώματα των συντεχνιών της πόλης και τοπιογραφίες του θωρακίου του ξυλόγλυπτου τέμπλου. Στη βόρεια πλευρά του ναού εφάπτεται το σωζόμενο τμήμα Βυζαντινού ταφικού παρεκκλησίου. Πρόκειται για τμήμα αυτοκρατορικής μονής με βυζαντινές και μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, χαράγματα και λαξευμένους στο βράχο χώρους, ο ένας από τους οποίους είναι γνωστός ως φυλακή του Καρόλου του 12ου, βασιλέως της Σουηδίας. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι κάτω από το δάπεδο του ναού έχει εντοπιστεί τμήμα κατακόμβης.
Ο νάρθηκας κτίζεται στα 1892, όταν συναντάμε «κατασκευήν των καταρρευσάντων τοιχών των τριών ιερών εκκλησιών». Επί μητροπολίτου Ιωακείμ Σιγάλα, πριν από τον πόλεμο, κτίστηκαν το κηροποιείο και το σημερινό μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο, το οποίο αντικατέστησε το παλαιό ξύλινο. Τέλος ανοικοδομήθηκε ο τοίχος του νάρθηκα που βρισκόταν σε μισοκατεστραμμένη κατάσταση.
Στα θυρόφυλλα της Ωραίας Πύλης διαβάζουμε σκαλισμένο το όνομα του δημιουργού του θαυμάσιου ξυλόγλυπτου τέμπλου: «Σταμάτης Νικολάου Μαδυτινός/ Μάρτιος, 1835». Το κατώτερο τμήμα του τέμπλου κοσμούν ωραίοι πίνακες. Οι πίνακες αποδίδονται με μονοχρωμίες και απεικονίζουν φανταστικά η πραγματικά τοπία, κτίσματα και πόλεις, πύργους και μέγαρα, σε παραστάσεις, παρόμοιες με εκείνες που συναντώνται σε κοσμικές τοιχογραφίες αρχοντικών των αρχών του 19ου αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρουν παρουσιάζει πίνακας αναρτημένος επάνω από τη νότια είσοδο του κυρίως ναού, ο οποίος πιθανότατα παρουσιάζει το Διδυμότειχο των αρχών του 19ου αιώνα με τη γέφυρα των δώδεκα ανοιγμάτων, ένα μεγάλο Μαυσωλείο στη θέση Ναμαζκιάχ και το κάστρο να επιβάλλεται με την παρουσία του σε ολόκληρη την πόλη.
Σε εικόνες της εποχής κατασκευής του ναού, όπως του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Νικολάου, εντυπωσιάζει η μπαρόκ διάθεση, αλλά και η άψογη καλλιτεχνική διαπραγμάτευση. Ικανός αριθμός εικόνων από το 1821-1822 (αλλά και προηγούμενων χρόνων) βρίσκεται στο Ιερό φανερώνοντας την ενεργή παρουσία της εκκλησίας ακριβώς κατά τις δύσκολες στιγμές της ελληνικής επανάστασης, παρά την ουσιαστική χηρεία του επισκοπικού θρόνου που διήρκησε ως το 1824 .
Στα βόρεια του νάρθηκα υπήρχε ημιυπόγειο οστεοφυλάκιο, το οποίο περιέπεσε σε αχρηστία στις αρχές του 20ου αιώνα και στον οποίο μεταφέρονταν τα οστά των παλαιών τάφων των μητροπολιτών.
Σημαντική ήταν η συμβολή του ναού στην εκπαιδευτική δραστηριότητα της πόλης, γεγονός που οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του Ημιγυμνασίου. Το ίδρυμα λειτουργούσε το 1921-22 στο γυναικωνίτη του Αγίου Αθανασίου, ενώ αργότερα μεταφέρθηκε αλλού, στον ναό του Χριστού και στο τουρκικό φρουραρχείο της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι κατά την εποχή εκείνη, το Ημιγυμνάσιο αποτελούσε το μόνο ίδρυμα μέσης εκπαίδευσης στο Βόρειο Έβρο.
Βορειοανατολικά της Ξάνθης, στις παρυφές του ορεινού όγκου της Ροδόπης με θέα προς τον κάμπο της Ξάνθης, και πάνω ακριβώς από την συνοικία Σαμακώβ, βρίσκεται η Παναγία η Αρχαγγελιώτισσα. Σαν κτίσμα, το μοναστήρι αυτό όπως είναι σήμερα κτίσθηκε το 1841, όταν μητροπολίτης Ξάνθης ήταν ο Ευγένιος. Πριν από αυτό ωστόσο, προϋπήρχε μονή, στην ίδια θέση, πολλές εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα και καταστράφηκε από δύο φοβερούς σεισμούς που έπληξαν την πόλη το 1829.
Γι' αυτή την παλαιότερη ζωή του μοναστηριού δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες. Το μόνο ενδεικτικό στοιχείο από πλευράς κτισμάτων είναι μια κρύπτη του μοναστηριού που βρίσκεται πίσω και κάτω από το ιερό βήμα του και η οποία ανάγεται στα 1000 έως 1100 μ.Χ.
Την έλλειψη των πληροφοριών από επιγραφές ή άλλες πηγές έρχονται να φωτίσουν κάπως ορισμένες σημειώσεις και ενθυμήσεις που καταχωρήθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα εκκλησιαστικά βιβλία από τους μοναχούς του μοναστηριού. Από αυτούς λοιπόν τους κώδικες και τα εκκλησιαστικά βιβλία πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι υπήρχε και έφερε το ίδιο όνομα ακόμα και κατά το 1559. Έτσι σε κάποιο κώδικα υπήρχε η ενθύμηση : "Το παρόν μηνιαίον εστίν της υπεραγίας Θεοτόκου της κεκλημένης Αρχαγγελιότισσας, άνωθεν της πόλεως Ξάνθης".
Από πού ακριβώς πήρε το όνομά το μοναστήρι είναι άγνωστο. Κατά μια εκδοχή προέρχεται από την μικρή θαυματουργή εικόνα του 16ου αιώνα πού απεικονίζει την Θεοτόκο να συνοδεύεται από τους αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ, και φέρει την επιγραφή: Αρχαγγελιώτισσα. Είναι δυνατό όμως να συνέβη και το αντίθετο, να εμπνεύσθηκε δηλαδή ο ζωγράφος την εικόνα από την ονομασία του μοναστηριού. Παράλληλα με την ονομασία Αρχαγγελιώτισσα εκείνα τα χρόνια - ίσως και νωρίτερα - το μοναστήρι αυτό λεγόταν και Παναγία η Χαλκαλιώτισσα, όπως αναφέρεται σε κώδικες του 1558.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το μοναστήρι αποτελούσε πνευματικό κέντρο για όλη τη γύρω περιοχή, γι' αυτό και είχε τη στήριξη γνωστών αρχιερέων που δώριζαν σ' αυτό κώδικες, βιβλία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.
Πάντως οριακή στιγμή για το μοναστήρι αλλά και για την πόλη ολόκληρη είναι αναμφισβήτητα οι σεισμοί της 30ής Μαρτίου και 23ης Απριλίου 1829, κατά τους οποίους, σύμφωνα με μια άλλη ενθύμηση, κατέρρευσε όλο το μοναστήρι. Το 1844 κτίσθηκε και το καμπαναριό που ήταν το μοναδικό την εποχή εκείνη σ' όλη την γύρω περιοχή γιατί οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους χριστιανούς όχι μόνο καμπαναριά να έχουν αλλά ούτε καμπάνες.
Το μοναστήρι και μετά την ανακατασκευή του διατηρήθηκε ως ανδρική ακμάζουσα μονή. Στα μετέπειτα χρόνια πρόσφερε και αυτό από τα εισοδήματα του για την συντήρηση των σχολείων της πόλεως και την ανέγερση του επισκοπικού μεγάρου της Ξάνθης. Επίσης μετά το 1919, πρόσφερε μεγάλο μέρος της κτηματικής περιουσίας του για την αποκατάσταση των προσφύγων.
Κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου, μετά από βουλγαρικές επιδρομές(1913-1919) ,κλάπηκαν σημαντικότατα κειμήλια, μεταξύ των οποίων και 33 πολύτιμοι κώδικες, που μεταφέρθηκαν στην Βουλγαρία, και βρίσκονται στο εκκλησιαστικό μουσείο της Σόφιας.
Σήμερα η μονή επαναλειτουργεί ως γυναικεία, αφού αναστηλώθηκε και προστέθηκαν σ' αυτήν καινούργια κτίσματα επί μητροπολίτου Αντωνίου. Μερικά από τα διακονήματα του είναι το χρυσοκέντημα, και η κατασκευή χειροποίητων χαλιών. Πανηγυρίζει το Δεκαπενταύγουστο, αλλά και στις 21 Νοεμβρίου, αφού το καθολικό του μοναστηριού είναι αφιερωμένο στα εισόδια της Θεοτόκου.
Μονή, η ίδρυση της οποίας τοποθετείται, κατά την παράδοση, επί της βασιλείας της Ειρήνης της Αθηναίας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μετατράπηκε σε ορφανοτροφείο και μετά τον πόλεμο φιλοξενεί την ιερατική σχολή Ξάνθης, στην οποία περιλαμβάνεται εκκλησιαστικό γυμνάσιο - λύκειο. Είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια παλαιού Βυζαντινού ναού και χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Το μοναστήρι βρίσκεται βορειοδυτικά της πόλεως, μέσα σε δάσος από ακακίες και πεύκα, κάτω ακριβώς από την βυζαντινή ακρόπολη της πόλεως, με την οποία φαίνεται ότι ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένο. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, η ίδρυσή του πάντως σύμφωνα με την παράδοση, τοποθετείται επί της βασιλείας της Ειρήνης της Αθηναίας. Μερικές έμμεσες πληροφορίες για την εποχή που χτίστηκε, μπορούμε να πάρουμε από το καθολικό του μοναστηριού με τις τοιχογραφίες που διασώζονται στο εσωτερικό του τρούλου του.
Ο ναός του από πλευράς ρυθμού είναι βυζαντινός τρίκογχος με τρούλο και μας θυμίζει τον τρόπο της κατασκευής πολλών καθολικών των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Ο τρόπος της κατασκευής του τρούλου (τυφλός με μικρούς φεγγίτες αντί μεγάλων παραθύρων) μαρτυρεί ότι πρόκειται για κτίσμα των μέσων του 16ου αιώνα. Της ίδιας εποχής φαίνεται να είναι και οι τοιχογραφίες - αν και αλλοιωμένες και κατεστραμμένες από την υγρασία και την πολυκαιρία - που υπάρχουν στο εσωτερικό του τρούλου, όπως και οι διασωζόμενες στο τέμπλο του ναού φορητές εικόνες, σπάνιας βυζαντινής τέχνης, του Χριστού ως μεγάλου αρχιερέως και της Θεοτόκου που φέρει στην αγκαλιά της τον Χριστό. Η τελευταία μάλιστα εικόνα είναι αμφιπρόσωπη, δηλαδή είναι ζωγραφισμένη και από τις δύο πλευρές του ξύλου.
Ο ναός του μοναστηριού άντεξε ακόμα και στους μεγάλους σεισμούς που συντάραξαν την Ξάνθη κατά το 1829 και είναι το μόνο κτίσμα που φαίνεται ότι διασώθηκαν από το χτύπημα του εγκέλαδου σ' ολόκληρη την περιοχή. Το υπόλοιπο μοναστήρι φαίνεται ότι γκρεμίστηκε, αλλά ξαναχτίστηκε με τις προσπάθειες του τότε μητροπολίτου Ξάνθης Ευγενίου και των κατοίκων της πόλης.
Γύρω στα 1907, το ανατολικό μέρος του μοναστηριού είχε υποστεί νέες ζημίες και ο τότε μητροπολίτης Ιωακείμ Σγουρός, με την συμπαράσταση των καπνεμπόρων και καπνεργατών της πόλεως, θέλησε να το ανοικοδομήσει, κατασκευάζοντας ένα μεγαλύτερο κτίριο, που περιελάμβανε τρεις ορόφους μπροστά και δύο πίσω, με μεγάλους θαλάμους και τραπεζαρία. Προφανώς απέβλεπε στο να το χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο η ορφανοτροφείο των χριστιανών της επαρχίας του. Παρά τις προσπάθειες του Τούρκου νομάρχη της Κομοτηνής να εμποδίσει την επικεράμωση, ώστε να σταματήσει η ανοικοδόμηση σύμφωνα με τους οθωμανικούς νόμους, η κάλυψη της στέγης ολοκληρώθηκε μέσα στη διάρκεια της νύχτας, με την προσωπική εργασία των κατοίκων. Την ίδια εποχή επεκτάθηκε ο μικρός ναός του μοναστηριού προς τα δυτικά και προστέθηκε η δυτική πτέρυγά του, ενώ ταυτόχρονα ανοίχθηκε και ο αμαξωτός δρόμος, επίσης με εθελοντική εργασία των κατοίκων της πόλεως.
Το μοναστήρι, μετά την μικρασιατική καταστροφή και την συσσώρευση των προσφύγων, δόθηκε από την Ιερά Μητρόπολη για να στεγάσει ορφανά, και έτσι χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1936. Τότε μετατράπηκε σε στρατώνα και χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην πόλη (8 Απριλίου 1941). Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος το 1946 στεγάζει την Εκκλησιαστική Σχολή. Υπέστη όμως και νέα καταστροφή το 1974, από πυρκαγιά που αποτέφρωσε όλο τον ξενώνα και τα παλαιά κελιά του γραφικού μοναστηριού. Σώθηκε όμως και πάλι ο ναός και οι εικόνες του. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο (1974 - 1979) ανεγέρθηκε ένα σύγχρονο κτίριο, που στεγάζει σήμερα τις αίθουσες διδασκαλίας καθώς και τους υπόλοιπους βοηθητικούς χώρους.