ΜΟΝΗ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΞΑΝΘΗΣ

δημοσιεύθηκε στις 07/02/2014

 ΜΟΝΗ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΞΑΝΘΗΣ

Μονή, η ίδρυση της οποίας τοποθετείται, κατά την παράδοση, επί της βασιλείας της Ειρήνης της Αθηναίας. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μετατράπηκε σε ορφανοτροφείο και μετά τον πόλεμο φιλοξενεί την ιερατική σχολή Ξάνθης, στην οποία περιλαμβάνεται εκκλησιαστικό γυμνάσιο - λύκειο. Είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια παλαιού Βυζαντινού ναού και χρονολογείται από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Το μοναστήρι βρίσκεται βορειοδυτικά της πόλεως, μέσα σε δάσος από ακακίες και πεύκα, κάτω ακριβώς από την βυζαντινή ακρόπολη της πόλεως, με την οποία φαίνεται ότι ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένο. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, η ίδρυσή του πάντως σύμφωνα με την παράδοση, τοποθετείται επί της βασιλείας της Ειρήνης της Αθηναίας. Μερικές έμμεσες πληροφορίες για την εποχή που χτίστηκε, μπορούμε να πάρουμε από το καθολικό του μοναστηριού με τις τοιχογραφίες που διασώζονται στο εσωτερικό του τρούλου του.

Ο ναός του από πλευράς ρυθμού είναι βυζαντινός τρίκογχος με τρούλο και μας θυμίζει τον τρόπο της κατασκευής πολλών καθολικών των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Ο τρόπος της κατασκευής του τρούλου (τυφλός με μικρούς φεγγίτες αντί μεγάλων παραθύρων) μαρτυρεί ότι πρόκειται για κτίσμα των μέσων του 16ου αιώνα. Της ίδιας εποχής φαίνεται να είναι και οι τοιχογραφίες - αν και αλλοιωμένες και κατεστραμμένες από την υγρασία και την πολυκαιρία - που υπάρχουν στο εσωτερικό του τρούλου, όπως και οι διασωζόμενες στο τέμπλο του ναού φορητές εικόνες, σπάνιας βυζαντινής τέχνης, του Χριστού ως μεγάλου αρχιερέως και της Θεοτόκου που φέρει στην αγκαλιά της τον Χριστό. Η τελευταία μάλιστα εικόνα είναι αμφιπρόσωπη, δηλαδή είναι ζωγραφισμένη και από τις δύο πλευρές του ξύλου.

Ο ναός του μοναστηριού άντεξε ακόμα και στους μεγάλους σεισμούς που συντάραξαν την Ξάνθη κατά το 1829 και είναι το μόνο κτίσμα που φαίνεται ότι διασώθηκαν από το χτύπημα του εγκέλαδου σ' ολόκληρη την περιοχή. Το υπόλοιπο μοναστήρι φαίνεται ότι γκρεμίστηκε, αλλά ξαναχτίστηκε με τις προσπάθειες του τότε μητροπολίτου Ξάνθης Ευγενίου και των κατοίκων της πόλης.

Γύρω στα 1907, το ανατολικό μέρος του μοναστηριού είχε υποστεί νέες ζημίες και ο τότε μητροπολίτης Ιωακείμ Σγουρός, με την συμπαράσταση των καπνεμπόρων και καπνεργατών της πόλεως, θέλησε να το ανοικοδομήσει, κατασκευάζοντας ένα μεγαλύτερο κτίριο, που περιελάμβανε τρεις ορόφους μπροστά και δύο πίσω, με μεγάλους θαλάμους και τραπεζαρία. Προφανώς απέβλεπε στο να το χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο η ορφανοτροφείο των χριστιανών της επαρχίας του. Παρά τις προσπάθειες του Τούρκου νομάρχη της Κομοτηνής να εμποδίσει την επικεράμωση, ώστε να σταματήσει η ανοικοδόμηση σύμφωνα με τους οθωμανικούς νόμους, η κάλυψη της στέγης ολοκληρώθηκε μέσα στη διάρκεια της νύχτας, με την προσωπική εργασία των κατοίκων. Την ίδια εποχή επεκτάθηκε ο μικρός ναός του μοναστηριού προς τα δυτικά και προστέθηκε η δυτική πτέρυγά του, ενώ ταυτόχρονα ανοίχθηκε και ο αμαξωτός δρόμος, επίσης με εθελοντική εργασία των κατοίκων της πόλεως.

Το μοναστήρι, μετά την μικρασιατική καταστροφή και την συσσώρευση των προσφύγων, δόθηκε από την Ιερά Μητρόπολη για να στεγάσει ορφανά, και έτσι χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1936. Τότε μετατράπηκε σε στρατώνα και χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην πόλη (8 Απριλίου 1941). Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος το 1946 στεγάζει την Εκκλησιαστική Σχολή. Υπέστη όμως και νέα καταστροφή το 1974, από πυρκαγιά που αποτέφρωσε όλο τον ξενώνα και τα παλαιά κελιά του γραφικού μοναστηριού. Σώθηκε όμως και πάλι ο ναός και οι εικόνες του. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο (1974 - 1979) ανεγέρθηκε ένα σύγχρονο κτίριο, που στεγάζει σήμερα τις αίθουσες διδασκαλίας καθώς και τους υπόλοιπους βοηθητικούς χώρους.

επιστροφή