ΚΟΣΜΟΣΩΤΗΡΑ ΦΕΡΡΩΝ

δημοσιεύθηκε στις 07/02/2014

 
Η Μονή της Θεοτόκου Κοσμοσώτηρας ιδρύθηκε το 1151 από τον τριτότοκο γιο του Αλεξίου Κομνηνού, Ισαάκιο, κοντά στο Δέλτα του Έβρου, στην έρημη μέχρι τότε τοποθεσία Βήρα.
Στη Μονή αυτή αφιέρωσε την τεράστια περιουσία του, που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του Δέλτα, ακίνητα στις γειτονικές πόλεις Αίνος και Τραϊανούπολη, κτίσεις κοντά και μέσα στην Κωνσταντινούπολη και 12 καράβια. Πέρα από την καθαρά εκκλησιαστική σημασία της πράξεως αυτής, η ίδρυση της Κοσμοσώτηρας στο συγκεκριμένο τόπο είχε συγχρόνως και πολιτικοοικονομικό και στρατιωτικό χαρακτήρα. Η θέση της Βήρας, δίπλα στην Εγνατία Οδό και κοντά στην κορυφή του δέλτα του Έβρου, διαλέχτηκε ακριβώς για τους λόγους αυτούς . Στην απέναντι κωμόπολη Κύψελα κατέληγε η Εγνατία που ξεκινούσε από το Δυρράχιο της Ηπείρου και ένωνε την ανατολή με την δύση. Στο δέλτα κατέληγε η οδός που έφερνε τα εμπορεύματα από την Κων/πολη μέχρι την Αδριανούπολη. Από εκεί μέσω της κοίτης του ποταμού κατέληγαν στο Αιγαίο . Έτσι στα βόρεια και δυτικά υψώματα που δεσπόζουν αυτής της περιοχής και της εύφορης νότιας πεδιάδας, χτίστηκε η μονή, αλλά και ιδρύθηκε ένας οικισμός που αποτέλεσε ένα σημαντικό κέντρο για τη γύρω περιοχή.
Το μοναστηριακό συγκρότημα ήταν το φιλόδοξο εγχείρημα ενός ηγεμόνα, μέλους της αυτοκρατορικής οικογένειας .Περιελάμβανε το κεντρικό καθολικό, αφιερωμένο στην Κοσμοσώτηρα θεομήτορα με περιμετρικές πτέρυγες κελιών, περίπου 40, για τους μοναχούς. Οι κεντρικές αυτές εγκαταστάσεις περικλείονταν με ένα τοίχος που στην νοτιοδυτική γωνία του έχει πύργο για τα σήμαντρα . Σήμερα διατηρείται καλύτερα μόνο ο πύργος, ύψους 8 μέτρων, τετράγωνος εξωτερικά και κυκλικός εσωτερικά . Στην εσωτερική αυλή υπήρχαν και άλλα κτίρια ακόμα, η τράπεζα των μοναχών, το σκευοφυλάκιο, το βεστιάριο και το συγκρότημα των λουτρών. Τρείς πύλες οδηγούσαν στην δεύτερη, την εσωτερική αυλή που ήταν και εκείνη εντοιχισμένη με περίφραξη. Εκεί, στον εξωτερικό περίβολο, υπήρχαν σε θέση που παραμένει ασαφής σε μας, δεύτερος ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Προκόπιο, βιβλιοθήκη, σκευοφυλάκιο, βεστιάριο, ξενώνας, λουτρά, δεσποτικό διαμέρισμα, και κάποια ακόμη διαμερίσματα για φιλοξενία επισήμων. Όμως το κυριότερο κτίσμα του εξωτερικού περιβόλου ήταν το γηροκομείο ή νοσοκομείο. Ακόμη, υπήρχαν εδώ οι στάβλοι, τα εργαστήρια και οι μεγάλες αποθήκες, Πιο πέρα από τον εξωτερικό περίβολο βρισκόταν, με δική του περίφραξη και παρεκκλήσιο, το νεκροταφείο των μοναχών. Το μοναστήρι ήταν ιδιαίτερα οχυρωμένο και το καθολικό του διακοσμήθηκε με περίτεχνες τοιχογραφίες που ακόμη και σήμερα θεωρούνται από τα καλύτερα δείγματα της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης της κομνήνειας περιόδου. Στο μοναστήρι αυτό ετάφη και ο ίδιος μετά το θάνατό του γύρω στα 1152. Πάνω από τον τάφο του τοποθετήθηκε η εξής επιγραφή, πιθανώς συνταχθείσα από τον ίδιο, που φυλάσσεται σήμερα στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Αλεξανδρουπόλεως:
"Αίσθησιν εμπικραίνων ή και καρδιαν αλλ' ω βραβευτά των καλών των ενθάδε και πάλιν αυτά λαμβάνων επάν θέλης ως στάχυν, ως μάργαρων , ως γλυκύ μέλι ταις αποθήκαις τούτον θησαυρίσαις ως ευθαλές τι δένδρον εις τρύφης πεδον καφυτεύσαις σον λάτριν τον δεσπότην"

Σήμερα ο νάρθηκας του καθολικού με τον τάφο δεν υπάρχουν παρά μόνο η ως άνω πλάκα. Όμως η ύπαρξη στο νοτιοανατολικό εξωτερικό τείχος του ναού, ενός κεραμικού ανάγλυφου που παριστά τον μονοκέφαλο αετό, σύμβολο της αυτοκρατορίας και των αυτοκρατόρων μέχρι το 1261, μαρτυρεί ότι στη μονή της Κοσμοσώτηρας ενταφιάστηκε πράγματι μέλος της βασιλικής οικογένειας και αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι έχουμε εδώ μαυσωλείο της οικογένειας των Κομνηνών".
Ο Ισαάκιος φρόντισε να συντάξει Τυπικό για το μοναστήρι, το οποίο έχει εκδοθεί στις μέρες μας και θεωρείται μέλος της οικογένειας των Τυπικών που συντάχθηκαν με πρότυπο αυτό της Θεοτόκου Ευεργέτιδος. Σ’ αυτό καθορίζεται με λεπτομέρειες ο τρόπος εκλογής του ηγουμένου, ο τρόπος λειτουργίας της μονής, αλλά και του νοσοκομείου που ήταν υπό την ευθύνη των μοναχών. Μετά την Δ΄ Σταυροφορία το μοναστήρι δόθηκε ως φέουδο στον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο.
Μετά τα μέσα του 13ου αιώνα η περιοχή καταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, αλλά φαίνεται ότι τότε το μοναστήρι βρισκόταν σε οικονομική παρακμή. Κατά τον εμφύλιο μεταξύ Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού και Άννας της Σαβοΐας το μοναστήρι συντάχθηκε με την Άννα. Σταδιακά όμως, η εγκατάσταση εντός της οχυρωμένης μονής χωρικών από τα γύρω χωριά, για προστασία από τις επιδρομές, μετέβαλλε το μοναστήρι σε αστικό κέντρο, αναγκάζοντας τους τελευταίους μοναχούς να το εγκαταλείψουν γύρω στο 1355. Αργότερα, μετά την κατάληψη του φρουρίου από τους Τούρκους, η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί. Το 1941, μετά από κάποιες αναστηλωτικές εργασίες το παλιό καθολικό άρχισε και πάλι να χρησιμοποιείται ως εκκλησία.
επιστροφή