- Το ίδρυμα
- Συνεδριακό Κέντρο
- Εκδηλώσεις
- Ευρωπαϊκά Προγράμματα
- Προκηρύξεις
- Τα νέα μας
- Σύνδεσμοι
- Επικοινωνία
- Θρησκευτικές διαδρομές
- Πολιτική Cookies & Προσωπικά Δεδομένα
Που θα μας βρείτε
+30 2310397800
, +30 2310397711
+30 2310397815
info@grigoriospalamas.gr
Ώρες λειτουργίας
Πρόγραμμα Νο 6
Στο βορειοανατολικό άκρο των βυζαντινών κάστρων της μακεδονικής πρωτεύουσας, στην λεγόμενη «παλιά πόλη» της Θεσσαλονίκης και δεξιά της μεσαίας πύλης της ακροπόλεως (την επονομαζόμενη και «πορτάρα»), βρίσκεται η ιστορική, Ιερά Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων. Χτισμένη πάνω σε βραχώδες και κατηφορικό έδαφος, η Ιερά Μονή είναι ορατή από όλη τη Θεσσαλονίκη, ενώ η πανοραμική θέα που απολαμβάνει ο προσκυνητής είναι εξαίσια.
Στο μέρος όπου βρίσκεται σήμερα η Μονή, στους βυζαντινούς χρόνους υπήρχαν λατομεία, γι' αυτό και η γειτονική Μονή του Οσίου Δαβίδ ονομάζεται και «Λατόμου». Πιθανόν να υπήρχε στο χώρο παλαιότερος πρωτοχριστιανικός ναός. Σύμφωνα με την παράδοση, στο χώρο της Μονής, κήρυξε ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, προς τους Θεσσαλονικείς το 51 μΧ. Κτήτορες της Ιεράς Μονής είναι οι αδελφοί Δωρόθεος και Μάρκος Βλατής, μαθητές και φίλοι του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Την ακριβή ημερομηνία ιδρύσεως της Μονής δεν την γνωρίζουμε, αλλά σύμφωνα με ιστορικές αναφορές πρέπει να ιδρύθηκε περί το 1351. Με χορηγία της Άννας Παλαιολογίνας και βασιλικό χρυσόβουλο, ανακηρύχθηκε ως Βασιλική και με σιγίλλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Νείλου, ανακηρύχθηκε ως Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή. Με την πρώτη κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, το 1387, το Καθολικό μετατράπηκε σε τζαμί ενώ με τη δεύτερη κατάληψή της, το 1430, το μοναστήρι αφέθηκε να λειτουργήσει κανονικά ως μοναστικό καθίδρυμα καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στα τέλη του 16ου αιώνος και μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνος, η μονή προσπάθησε να συντηρηθεί και να συνεχίσει την πορεία της, παρά τις πολλές και δύσκολες συνθήκες των εποχών. Τα Πατριαρχικά προνόμια της Μονής διατηρήθηκαν καθ' όλη την ιστορική της πορεία. Από το 1714 έως το 1836, οκτώ ηγούμενοι συνεπικουρούμενοι και από τους λαϊκούς επιτρόπους προσπάθησαν να διαφυλάξουν τη Μονή, ανακαινίζοντας τις εγκαταστάσεις της.
Στα μέσα του 19ου αιώνα το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντικατέστησε τις λαϊκές επιτροπές διοίκησης των πατριαρχικών, σταυροπηγιακών μονών και επανέφερε το θεσμό της ηγουμενίας. Ηγούμενοι της Ιεράς Μονής κατά τα νεότερα χρόνια διετέλεσαν οι: Νικηφόρος Δημητριάδης (1866 – 1870), Καλλίνικος Θεολογίδης (1871 – 1892), Καλλίνικος Γεωργιάδης (1892 – 1923), Ιωακείμ Ιβηρίτης (1923 – 1940), Παγκράτιος Ιβηρίτης (1940 – 1966), Στυλιανός Χαρκιανάκης (1966 – 1975, νυν Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας), Μητροπολίτης Αίνου Απόστολος Παπαϊωάννου (1975 – 1976), Μητροπολίτης Πισιδίας Ιεζεκιήλ Τσουκαλάς (1976 – 1977), Νικόδημος Αναγνώστου (1977 – 1980, νυν Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους & Αρδαμερίου) και ο Επίσκοπος Ελαίας, Θεοδώρητος Τσιριγώτης (1980 – 1985).
Μετά τις λεηλασίες που υπέστη η Μονή το 1387 και το 1821, στο σκευοφυλάκιο – μουσείο της υπάρχουν αποθησαυρισμένα τα ιερά λείψανα των Αγίων: Γρηγορίου του Θεολόγου, Αθανασίου, Ιακώβου του Πέρσου, Προκοπίου, Μοδέστου και Αναργύρων. Σε ξεχωριστές θήκες φυλάσσονται τρία τεμάχια του Αγίου Ποτηρίου του Μυστικού Δείπνου του Κυρίου. Εκτός των πολυτίμων λειψάνων, στο σκευοφυλάκιο της Μονής υπάρχουν πολλές φορητές εικόνες μεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας, που προέρχονται από το Καθολικό της Μονής και τους ναούς των μετοχίων της, ιερά σκεύη, σταυροί αγιασμού, αργυρά θυμιατά, επιστήθιοι σταυροί, βαρύτιμα ευαγγέλια, κ.α. Στο σκευοφυλάκιο της Μονής, επίσης, φυλάσσεται μεγάλη συλλογή χειρογράφων που αποτελείται από 93 κώδικες και καλύπτει βιβλιογραφικά μία περίοδο από τον 10ο έως τον 19ο αιώνα. Αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, πατριαρχικά σιγίλλια και τουρκικά φιρμάνια, είναι μερικά από τα κυριότερα έγγραφα που υπάρχουν στο αρχείο της Μονής.
Οι κτιριακές εγκαταστάσεις της Μονής εκτείνονται σε μία έκταση 22 στρεμμάτων. Το Καθολικό της είναι ρυθμού σταυροειδούς μετά τρούλου και είναι το μόνο κτίσμα που υπάρχει από την εποχή της ιδρύσεώς της. Ο Ναός υπέστη πολλές και σοβαρές αλλοιώσεις κατά την πάροδο των αιώνων. Η μεγαλύτερη έγινε όταν μετατράπηκε σε τζαμί από τους Τούρκους κατακτητές της Θεσσαλονίκης, το 1387. Η τελευταία ανακαίνισή του έγινε το 1982, μετά το καταστρεπτικό σεισμό, του 1978. Οι τοιχογραφίες του Καθολικού είναι των τελών του 14ου και των αρχών του 15ου αιώνος, αλλά οι περισσότερες δεν σώζονται σε καλή κατάσταση, διότι έχουν καταστραφεί από τα σφυροκοπήματα για να κολλήσει το επίχρισμα των Τούρκων, που ήθελαν να εξαφανίσουν από τους τοίχους τις μορφές των Αγίων μας. Το 1894 και το 1907, έγιναν οι πρώτοι καθαρισμοί των τοιχογραφιών και βρέθηκαν αυτές οι παραστάσεις που υπάρχουν και σήμερα. Στο πίσω μέρος του Καθολικού, βρίσκεται ο τάφος του παλαιού Σχολάρχη της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, μακαριστού Μητροπολίτου Ικονίου κυρού Ιακώβου Στεφανίδη. Απέναντι από την είσοδο του Καθολικού βρίσκεται το σκευοφυλάκιο βυζαντινίζοντος ρυθμού, το οποίο κτίσθηκε με δωρεά του Αναστάσιου Μυσίρλογλου, το 1937. Δίπλα στη νότια πύλη της Μονής βρίσκεται το Ηγουμενείο, βυζαντινίζοντος ρυθμού και αυτό, που ανοικοδομήθηκε το 1926, στη θέση που βρισκόταν και το παλαιό ηγουμενείο. Ανακαινίσθηκε το 1985. Νοτιοδυτικά του Καθολικού υπάρχει το παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το οποίο κτίσθηκε με δωρεά του Αναστάσιου Μυσίρλογλου, το 1937. Στον προαύλειο χώρο της Μονής και στο δεξιό μέρος της εισόδου, υπάρχει το βιβλιοπωλείο, ο ξενώνας και το κτήριο του Μουσείου – Σκευοφυλακίου. Στους χώρους της Μονής στεγάζονται και οι κτηριακές εγκαταστάσεις του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών (γραφεία διοίκησης, βιβλιοθήκη, σπουδαστήρια, αμφιθέατρο).
Ηγούμενος της Ιεράς Μονής από το 1985 μέχρι σήμερα, είναι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου κ. Παντελεήμων Ροδόπουλος, ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής, πρώην πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Αντιπρόεδρος του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών. Το Ιερό Θυσιαστήριο της Ιεράς Μονής διακονούν ο Διδάκτωρ Θεολογίας, Αρχιμανδρίτης π. Νικηφόρος Ψυχλούδης και οι εφημέριοι π. Φίλιππος Ζυμάρης και π. Πέτρος Κονόνιουκ. Στο ξενώνα της Μονής σήμερα διαβιούν ξένοι Ορθόδοξοι σπουδαστές, που φοιτούν την ιερά επιστήμη στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών και σε σεμινάρια εκμάθησης ελληνικής γλώσσας. Στη Μονή στεγάζεται ο κόμβος και η επιτροπή διαδικτύου της ηλεκτρονικής ιστοσελίδας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Μονή στο διάβα της ανά τους αιώνες έχει να επιδείξει μια λαμπρή ιστορία και στο κατώφλι του 21ου αιώνα, είναι ένας αείφωτος φάρος της ιεράς επιστήμης, της ορθόδοξης θεολογίας. Η Μονή πανηγυρίζει τη δεσποτική εορτή της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, την 6η Αυγούστου.
Επικοινωνία: Ιερά Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων, Επταπυργίου 64, 546 34, Θεσσαλονίκη, τηλ: 2310.209.913, fax: 2310.246.349.
Κτίστηκε πάνω σε ρωμαϊκό κτίσμα στα τέλη του 5ου - αρχές του 6ου αιώνα, ως καθολικό της μονής Λατόμου. Το 1430, με την άλωση της Θεσσαλονίκης, μετατράπηκε σε τζαμί, ενώ το ψηφιδωτό είχε καλυφθεί με ασβεστοκονίαμα. Το 1921 αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία και τότε ανακαλύφθηκε το ψηφιδωτό. Το μνημείο σήμερα λειτουργεί ως ναός.
Αρχικά τετράγωνο κτίσμα με κόγχη στα ανατολικά και είσοδο στα δυτικά. Μικρά τετράγωνα διαμερίσματα στις τέσσερις γωνίες του κτιρίου έδιναν στην κάτοψη του κυρίως ναού σχήμα ισοσκελούς σταυρού. Σήμερα λείπει όλο το δυτικό τμήμα του ναού και η είσοδος είναι στη νότια πλευρά. Από τη ζωγραφική του διακόσμηση σώζεται το περίφημο ψηφιδωτό της κόγχης, 5ου - 6ου αιώνα και τοιχογραφίες του 12ου αιώνα.
Στα 1929 έγιναν ανασκαφικές έρευνες στο εσωτερικό του ναού. Κατά καιρούς έγιναν διάφορες στερεωτικές και εξυγιαντικές επεμβάσεις. Το 1980 έγινε στερέωση του δυτικού τοίχου. Το 1991 ανακατασκευή - αποκατάσταση του προστώου στη νότια πλευρά.
Κοντά στα ανατολικά τείχη της Άνω Πόλης της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στις οδούς Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου, περικλείεται από περίβολο ο Άγιος Νικόλαος Ορφανός, μετόχι της Μονής Βλατάδων, υπαγόμενο στο Πατριαρχείο, και άλλοτε καθολικό μονής. Από το μοναστηριακό συγκρότημα σώζονται λείψανα του προπύλου προς την οδό Ηροδότου.
Η προσωνυμία "Άγιος Νικόλαος Ορφανός" και "Άγιος Νικόλαος των Ορφανών" απαντά σε πηγές του 17ου και 18ου αιώνα και συσχετίστηκε είτε με τον άγνωστο ιδρυτή του ναού και την οικογένειά του είτε με την ιδιότητα του Αγίου Νικολάου ως προστάτη των χηρών και των ορφανών. Η ανέγερση του μνημείου προσδιορίζεται πιθανώς χρονικά από την τοιχογράφηση του που εντάσσεται ανάμεσα στα 1310-1320.
Σήμερα ο ναός είναι ένα μονόχωρο ξυλόστεγο κτίσμα με περίστωο που απολήγει σε δύο παρεκκλήσια στα ανατολικά. Η τοιχοδομία είναι ακανόνιστη από σειρές πλίνθων και λίθων και λίγα κεραμοπλαστικά στα ανατολικά. Εσωτερικά ο κεντρικός χώρος επικοινωνεί με τις πλάγιες στοές μέσω δίλοβων ανοιγμάτων που κοσμούνται από θεοδοσιανά κιονόκρανα με ζωγραφικό διάκοσμο. Το μαρμάρινο τέμπλο που φέρει γραπτό διάκοσμο συνδέεται με τη φάση κατασκευής του ναού. Κάτω από το δάπεδο του περιστώου βρίσκονται πολλοί τάφοι.
Ο αριστουργηματικός τοιχογραφικός διάκοσμός του είναι ένα από τα πληρέστερα διατηρούμενα σύνολα στη Θεσσαλονίκη. Στον κυρίως ναό απεικονίζονται σκηνές του Δωδεκαόρτου, των Παθών, του Αναστάσιμου και του λειτουργικού κύκλου και μορφές αγίων. Σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου κοσμούν τη βόρεια στοά, ο βίος του αγίου Νικολάου και Μηνολόγια τη δυτική, ενώ ορισμένα θαύματα του Χριστού, οι προεικονίσεις της Θεοτόκου και ο βίος του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη τη νότια. Οι αφηγηματικές σκηνές χαρακτηρίζονται από γραφικότητα και ζωηρότητα, ενώ οι σκηνές του Πάθους από δραματική ένταση. Στις μεμονωμένες μορφές αναδεικνύεται ο όγκος, η λεπτότητα των χαρακτηριστικών και ο χρωματικός πλούτος. Οι τοιχογραφίες του ναού αποτελούν έργο της ώριμης παλαιολόγειας αναγέννησης που συνδέεται με τον καλλιτεχνικό κύκλο των Θεσσαλονικέων ζωγράφων Γεωργίου Καλλιέργη, Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιου. Ο δημιουργός τους πιθανώς ταυτίζεται με εκείνον που φιλοτέχνησε το καθολικό της σερβικής μονής Χιλανδαρίου την εποχή του Μιλιούτιν (1314).
Η απεικόνιση στον κυρίως ναό του αγίου Γεωργίου του Γοργού, προστάτη της οικογένειας του Μιλιούτιν, και του αγίου Κλήμη Αχρίδας -θέματα αγαπητά στη σερβική εικονογραφία- και οι σχέσεις του Σέρβου Κράλη με τη Θεσσαλονίκη και την αυτοκρατορική οικογένεια του Ανδρόνικου Β΄ οδήγησαν στο συσχετισμό της τοιχογράφησης του ναού με το Σέρβο ηγεμόνα, αποδεικνύοντας τον κεντρικό ρόλο της Θεσσαλονίκης στην τέχνη των Βαλκανίων.
Η λειτουργία της μονής συνεχίστηκε και επί Τουρκοκρατίας. Οι τοιχογραφίες της αποκαλύφθηκαν το 1957-1960 κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου.
Η Ροτόντα ανήκει στα περίκεντρα οικοδομήματα, στο κυκλικό της σχήμα άλλωστε οφείλει και την ονομασία της. Κτίστηκε στα χρόνια του καίσαρα Γαλερίου, γύρω στα 306 μΧ., ως ναός του Δία ή του Κάβειρου ή κατ' άλλους ως Μαυσωλείο του ιδίου. Στον άξονά της κατέληγε πομπική οδός που συνέδεε τη θριαμβική αψίδα του Γαλερίου με το ανακτορικό συγκρότημα, που έχει ανασκαφεί νοτίως της Εγνατίας οδού.
Το κτήριο, διαμέτρου 24,50 μ. καλύπτει ισοδιάστατος θόλος από οπτόπλινθους, που φθάνει σε ύψος τα 29,80 μ.. Ο κυλινδρικός τοίχος, πάχους 6,30 μ., διασπάται εσωτερικά σε οκτώ ορθογώνιες κόγχες, από τις οποίες η νότια αποτελούσε την κύρια είσοδο.
Η μετατροπή του σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο πιθανότατα στους Ασωμάτους ή Αρχαγγέλους, συντελέστηκε στη διάρκεια των παλαιοχριστιανικών χρόνων, άγνωστο πότε ακριβώς. Την ίδια περίοδο διανοίχθηκε και διευρύνθηκε η ανατολική κόγχη και κατασκευάστηκε το ιερό βήμα, ένας ορθογώνιος χώρος με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Γύρω από το κτήριο προστέθηκε κλειστή στεγασμένη στοά (πλάτους 8 μ.) που επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο μέσω επτά κογχών που διανοίχθηκαν στον αρχικό πυρήνα. Στη δυτική κόγχη διαμορφώθηκε νέα είσοδος με νάρθηκα και προστέθηκε πρόπυλο με δύο παρεκκλήσια, ένα κυκλικό ανατολικά και ένα οκταγωνικό δυτικά. Καμία από τις παραπάνω προσθήκες, με εξαίρεση τη διαμόρφωση της ανατολικής κόγχης, δεν σώζεται σήμερα.
Τα λαμπρότερα λείψανα από την παλαιοχριστιανική φάση του μνημείου είναι τα εξαίρετης ποιότητας ψηφιδωτά. Τις φωτιστικές θυρίδες και τα εσωρράχια των καμαρών στη βάση του θόλου κοσμούν ψηφιδωτά, των οποίων ο πλούτος των θεμάτων με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα και η λαμπρότητα των χρωμάτων εντυπωσιάζει. Στο θόλο αναπτύσσονταν οι μεγάλες συνθέσεις σε τρεις επάλληλες ζώνες. Η χαμηλότερη, γνωστή στη βιβλιογραφία και ως ζώνη των μαρτύρων, διαιρείται σε οκτώ διάχωρα, στα οποία εικονίζονται δεόμενοι μάρτυρες μπροστά από μνημειακά αρχιτεκτονήματα. Στο ανατολικό διάχωρο που καταστράφηκε όταν κατέρρευσε το εκεί τμήμα του θόλου, τα κατεστραμμένα τμήματα του ψηφιδωτού συμπληρώθηκαν με τοιχογραφία από τον ιταλό ζωγράφο S. Rossi το 1889. Η μεσαία ζώνη των ψηφιδωτών του θόλου είναι σχεδόν κατεστραμμένη. Σώζεται μόνο το κατώτατο τμήμα, όπου διακρίνονται πάνω στο έδαφος πόδια ανδρικών μορφών σε έντονη κίνηση, πιθανότατα αγγέλων. Από την ψηφιδωτή παράσταση της τρίτης ζώνης σώζονται τα κεφάλια τριών εκ των τεσσάρων αγγέλων που ανακρατούν τριπλή ''δόξα'' από πολυποίκιλτα στεφάνια με πολυάκτινα αστέρια, πλοχμό με καρπούς και κλαδιά και πολύχρωμη ίριδα. Μεταξύ των αγγέλων εικονίζεται το μυθικό πτηνό φοίνικας να προβάλλει πάνω σε ερυθρό ακτινοβόλο δίσκο. Στο κέντρο της ''δόξας'' από την παράσταση του Χριστού σε χειρονομία θριάμβου διακρίνεται το προσχέδιο με κάρβουνο πάνω στις πλίνθους του θόλου.
Οι μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις που έγιναν στο μνημείο κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο επιβάρυναν τη στατική του επάρκεια. Οι σεισμοί των αρχών του 7ου αι. κατέστρεψαν την αψίδα του ιερού και το υπερκείμενο τμήμα του θόλου. Η αψίδα, μετά την αποκατάστασή της, ενισχύθηκε εξωτερικά με δύο αντηρίδες και διακοσμήθηκε τον 9ο αι. με την τοιχογραφία της Αναλήψεως. Το 1590/1 μετατράπηκε σε τζαμί από τον Σεΐχη Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη.
Οι σεισμοί που έπληξαν την πόλη της Θεσσαλονίκης το 1978, προξένησαν σοβαρές βλάβες στο μνημείο. Οι αναστηλωτικές εργασίες απαίτησαν μεγάλες επεμβάσεις στο κτήριο και τον διάκοσμό του, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έχει περατωθεί.
Ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφτεί το Γυναικείο Ιερό Ησυχαστήριο του Ευαγγελιστή Ιωάννη στο οποίο υπάρχει ο Ι.Ν. του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου στο οποίο φυλάσσονται και τα λείψανα του. Δίπλα στο ναό του Αγίου Αρσενίου υπάρχει ο τάφος του γέροντα Παϊσίου, τον οποίο οι μοναχές είχαν πνευματικό καθοδηγητή. Το μοναστήρι βρίσκεται στα όρια των δημοτικών διαμερισμάτων της Σουρωτής και της Αγ. Παρασκευής.
Στις αρχές του του 16ου αιώνα ο Άγιος Θεωνάς, μετέπειτα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, επανίδρυσε το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, ανακαινίζοντας εκ βάθρων ένα παλαιότερο μονύδριο, το οποίο η παράδοση ανάγει στα τέλη του 8ου αιώνα. Στο βίο του Αγίου που γράφτηκε τον 18ο αιώνα, αναφέρεται ότι ο Θεωνάς και η συνοδεία του ερχόμενοι από το Άγιον Όρος και "ευρόντες το μοναστήριον τούτον της Αγίας Αναστασίας, οπού ήτον τότε μονήδριον, μικρότατον, παλαιότατον και σεσαθρωμένον, ανήγειραν εκ βάθρων, και λίαν ικανά κελλία δια τους αδελφούς, και χάριτι Χριστού εσυνάχθησαν έως εκατόν πεντήκοντα αδελφοί και απερνούσαν κοινοβιακήν ζωήν".
Το μοναστήρι, που βρισκόταν σε ακμή κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα, έχοντας πολλά μετόχια και μεγάλο αριθμό μοναχών, υπέστη πολλά δεινά στην Επανάσταση του 1821 και το κτιριακό συγκρότημά του πυρπολήθηκε. Στα χρόνια που ακολούθησαν ανοικοδομήθηκε σταδιακά, έτσι ώστε όλα τα σημερινά κτίσματά του χρονολογούνται στον 19ο αιώνα. Μόνο στη νότια και την ανατολική πτέρυγα διακρίνεται ένα μεγάλο μέρος από τις αρχικές κατασκευές της μονής, του 16ου και 17ου αιώνα. Η πτέρυγα πήρε ακολούθως τη σημερινή μορφή, ύστερα από διαδοχικά έργα επισκευών.
Οι έρευνες στον κτιριακό οργανισμό και οι ανασκαφές που γίνονται μέσα στα πλαίσια του έργου για τη στερέωση και την αποκατάσταση του κτιρίου, άρχισαν να φέρνουν στο φως πολύτιμα στοιχεία για τις κατά καιρούς τροποποιήσεις του. Μεταξύ των άλλων αναγνωρίστηκε και αναπαραστάθηκε εν μέρει, μία μνημειακή τοξωτή στοά (δοξάτα), που κατασκευάστηκε το 1789 στον πρώτο όροφο της εξωτερικής όψης του κτιρίου. Η συνέχιση των ερευνών αναμένεται ότι θα προσκομίσει σημαντικά στοιχεία για τις αρχαιότερες περιόδους της ζωής του μοναστηριού, καθώς εντοπίστηκαν ήδη τα πρώτα ίχνη από κατασκευές παλαιότερες από το χρόνο θεμελίωσης της πτέρυγας, κατά πάσα πιθανότατα παλαιότερες του 16ου αιώνα.
Ο ναός του Προφήτη Ηλία ήταν το καθολικό μοναστηριακού συγκροτήματος που έχει ταυτιστεί από τη σύγχρονη έρευνα είτε με τη Νέα Μονή που ίδρυσε ο Μακάριος Χούμνος (1360-70) είτε, πιθανότερα, με τη Μονή Ακαρπίου, αυτοκρατορικό εγκαθίδρυμα των Παλαιολόγων.
Ανήκει στον αγιορείτικο αρχιτεκτονικό τύπο με λιτή και τρουλοσκεπή παρεκκλήσια: ο κυρίως ναός εξυπηρετώντας τις απαιτήσεις της μοναστηριακής λατρείας διαμορφώνεται σε τρίκογχο -εξασφαλίζοντας χώρο ικανό για το χορό - ενώ η μεγάλη κιονοστήριχτη λιτή στα ανατολικά θα πρέπει να εξυπηρετούσε και αυτή ειδικές λατρευτικές ανάγκες. Η τελευταία, εκτός του ότι επικοινωνεί με τρία ανοίγματα με το ναό, συνδέεται με κτιστή κλίμακα με "υπερώο", που καλύπτει το νάρθηκα και χρησιμοποιούνταν -πιθανότατα- ως σκευοφυλάκιο ή και βιβλιοθήκη. Η επιμελημένη, λαξευτή σε συμμετρικές παράλληλες ζώνες τοιχοποιία παραπέμπει σε σύγχρονα με το ναό μνημεία της Κωνσταντινούπολης. Προσεχτικότερη μελέτη, ωστόσο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι παρά το μέγεθος και τον πλούτο της εξωτερικής κεραμοπλαστικής διακόσμησης, ο αρχιτέκτονας του μνημείου μάλλον πειραματιζόταν με πολύπλοκους αρχιτεκτονικούς τύπους και ποικίλα υλικά. Οι πειραματισμοί αυτοί δεν είχαν πάντοτε το επιθυμητό αποτέλεσμα: λάσπη έχει αντικαταστήσει, για παράδειγμα, το κονίαμα στο μνημείο.
Κατά την Οθωμανική περίοδο ο Προφήτης Ηλίας μετατρέπεται σε τζαμί. Παρόλο που ο τοιχογραφικός διάκοσμος υπέστη σοβαρές φθορές κατά τις εργασίες της μετατροπής, ελάχιστα τμήματά του σώζονται στους τοίχους της λιτής, ο ναός θα κατέρρεε εάν δεν υποστηριζόταν με ισχυρές αντηρίδες.
Ο ναός του Αγ. Δημητρίου κτίστηκε στα ερείπια ρωμαϊκού λουτρού. Ο πρώτος ναός, ένα μικρό προσευκτήριο κτίστηκε μετά το 313 μ.Χ. Τον 5ο αιώνα ο έπαρχος Λεόντιος έκτισε μεγάλη τρίκλιτη βασιλική, που κάηκε στα 626 - 634. Αμέσως μετά κτίστηκε η πεντάκλιτη βασιλική. Το 1493 μετατράπηκε σε τζαμί. Το 1912 αποδόθηκε πάλι στη χριστιανική λατρεία. Κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και ξαναλειτούργησε το 1949, αφού ολοκληρώθηκε η αναστήλωσή του. Στην κρύπτη του ναού οργανώθηκε η έκθεση αρχαιοτήτων που διασώθηκαν από την πυρκαγιά ή βρέθηκαν στις ανασκαφικές έρευνες. Το μνημείο λειτουργεί σήμερα ως ναός.
Ο ναός του Αγ. Δημητρίου είναι πεντάκλιτη βασιλική με νάρθηκα και εγκάρσιο κλίτος, με κρύπτη κάτω από το ιερό και το εγκάρσιο κλίτος. Προσαρτημένο στη νοτιοανατολική γωνία της είναι το παρεκκλήσι του Αγ. Ευθυμίου. Από την πυρκαγιά του 1917 διασώθηκαν λείψανα μόνο από τον λαμπρό γλυπτικό και ζωγραφικό (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες) διάκοσμο του ναού, που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες φάσεις της ιστορίας του.
Μετά την πυρκαγιά του 1917, άρχισαν οι αναστηλωτικές εργασίες που διακόπηκαν το 1938. Ξανάρχισαν το 1946 και το μνημείο λειτούργησε και πάλι το 1949. Στα πλαίσια των αναστηλωτικών εργασιών έγιναν διάφορες ανασκαφικές έρευνες στο ναό και στην κρύπτη, μετά την πυρκαγιά του 1917 και στα 1946 - 1949.
Η κρύπτη του ναού του Αγίου Δημητρίου, μετά την ανακάλυψή της (1918), παρέμεινε αρχαιολογικός χώρος. Μετά το 1950 μερικά από τα γλυπτά που διασώθηκαν από την πυρκαγιά τοποθετήθηκαν στους χώρους που περιβάλλουν την Κρήνη, σε μία προσπάθεια διευθέτησης του χώρου. Κατά το διάστημα 1985 - 88 έγιναν ανασκαφικές εργασίες στα βόρεια διαμερίσματα της Κρύπτης καθώς και εργασίες συντήρησης και οργανώθηκε έκθεση των αρχαιοτήτων που διασώθηκαν από την πυρκαγιά ή βρέθηκαν στις ανασκαφές.
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, επί της οδού Αγίας Σοφίας και βόρεια από τον ομώνυμο ναό, σώζεται ο ναός της Αχειροποιήτου, του οποίου η χρονολογία ανέγερσης τοποθετείται γύρω στα μέσα του 5ου αι. Το μνημείο υπέστη αρχιτεκτονικές επεμβάσεις ήδη από τον 7ο αιώνα, ενώ μια ακόμα σημαντική φάση επεμβάσεων χρονολογείται στα όψιμα βυζαντινά χρόνια (14ος -15ος αι.).
Η Αχειροποίητος εντάσσεται στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με υπερώα, η οποία καταλήγει στα ανατολικά σε ημικυκλική αψίδα. Στα δυτικά υπάρχει νάρθηκας, ενώ διασώζονται και ίχνη του εξωνάρθηκα. Τρίβηλο τοξωτό άνοιγμα αποτελεί τη κύρια είσοδο από τον νάρθηκα προς τον κυρίως ναό. Τα τρία κλίτη του κυρίως ναού χωρίζονται μεταξύ τους με κιονοστοιχίες. Το βόρειο κλίτος απολήγει στην ανατολική πλευρά του στο μεσοβυζαντινό παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης. Στη βορειοδυτική γωνία της βασιλικής σώζεται το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στα υπερώα. Στην νότια πλευρά του ναού υπάρχει ένα μνημειακό πρόπυλο, το οποίο συνέδεε πιθανώς τη βασιλική με την κεντρική αρτηρία της βυζαντινής πόλης, την Λεωφόρο. Ένα πρόσκτισμα επίσης στη νότια πλευρά θεωρείται το βαπτιστήριο της βασιλικής.
Από τον πλούσιο γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο της βασιλικής ξεχωρίζουν τα σύνθετα ιωνικά κιονόκρανα, τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα και αποτελούν προϊόντα των εργαστηρίων της Κωνσταντινούπολης, καθώς και οι κίονες του τριβήλου, λαξευμένοι σε θεσσαλικό μάρμαρο (verde antico). Μεγάλες πλάκες προκονήσιου μαρμάρου καλύπτουν το δάπεδο του κεντρικού κλίτους. Από τα ψηφιδωτά του 5ου αι. έχουν διασωθεί λίγες διακοσμητικού χαρακτήρα παραστάσεις, οι οποίες διακρίνονται για την υψηλή ποιότητα εκτέλεσης. Συνθέσεις όπως αυτές που κοσμούν τα εσωρράχια των τόξων του τριβήλου χαρακτηρίζονται από την τάση απόδοσης ενός ειδυλλιακού κλίματος σε συνδυασμό με τον χριστιανικό συμβολισμό.
Οι λίγες τοιχογραφίες που σώζονται σε κακή κατάσταση στο νότιο κλίτος της βασιλικής χρονολογούνται στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα. Οι στρατιωτικοί άγιοι που απεικονίζονται κατά παράταξη, ολόσωμες μορφές, και εναλλάσσονται με μορφές σε προτομή, αποτελούν μέρος της παράστασης των Σαράντα Μαρτύρων της Σεβάστειας.
Ο χριστιανικός ναός κτίσθηκε πάνω στα ερείπια ενός ρωμαϊκού λουτρού, του οποίου αποκαλύφθηκαν τρία επάλληλα δάπεδα κάτω από το βόρειο κλίτος της βασιλικής. Η έκταση που καταλαμβάνουν τα ερείπια του λουτρώνα δείχνουν ότι επρόκειτο για ένα από τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια της Θεσσαλονίκης. H βασιλική της Αχειροποιήτου κατέλαβε μόνο ένα τμήμα του προγενέστερου κτίσματος, ενώ το ανατολικό και βόρειο τμήμα του λουτρώνα παρέμεινε σε χρήση και μετά την ανέγερσή της.
Η βασιλική αναφέρεται στις γραπτές πηγές ως ο ναός της Παναγίας Θεοτόκου και μάλιστα ως ο μεγάλος ναός της Θεοτόκου. Η επωνυμία Αχειροποίητος μαρτυρείται για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1320 και πρέπει να σχετίζεται με τη λατρευτική εικόνα της Παναγίας δεομένης που υπήρχε στο ναό. Η Αχειροποίητος είναι ο πρώτος χριστιανικός ναός που μετατράπηκε σε τζαμί αμέσως μετά την άλωση της πόλης στα 1430 από τον σουλτάνο Μουράτ, και παρέμεινε το επίσημο τέμενος των κατακτητών καθόλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας, γνωστό με το όνομα 'Εσκι Τζαμί (Παλαιό Τζαμί).
Παρ' όλες τις ανακατασκευές που έχει υποστεί η Αχειροποίητος κατά την διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας της, το μνημείο συγκαταλέγεται σήμερα ανάμεσα στα καλύτερα διατηρημένα και πιο σημαντικά παραδείγματα της τυπικής ξυλόστεγης βασιλικής με υπερώα της πρωτοβυζαντινής περιόδου
Ο ναός βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αγίας Σοφίας και Ερμού. Αφιερωμένος στο Χριστό, τον αληθή Λόγο και τη Σοφία του Θεού γιόρταζε στις 14 Σεπτεμβρίου την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Η αρχαιότερη γραπτή αναφορά στο ναό χρονολογείται το 795 αλλά τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι κτίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα, στη θέση πεντάκλιτης βασιλικής του 5ου αιώνα, η οποία καταστράφηκε από σεισμό περίπου το 620. Ο ναός αποτελεί τυπικό δείγμα μεταβατικού σταυροειδούς με τρούλο και περίστωο, εξέλιξη του νέου αρχιτεκτονικού ρυθμού της τρουλαίας βασιλικής. Στη διάρκεια της λατινοκρατίας στη Θεσσαλονίκη (1204-1224), ο ναός έγινε καθεδρικός των Λατίνων. Μετά την παλινόρθωση της βυζαντινής κυριαρχίας στην πόλη, αποτέλεσε και πάλι την ορθόδοξη επισκοπική έδρα της Θεσσαλονίκης έως το 1523/24, επί Μακτούλ Ιμπραήμ Πασά, οπότε και μετατράπηκε σε τζαμί. Στη βορειοδυτική γωνία του κατασκευάστηκε πύργος ανόδου στα υπερώα, πιθανώς ως ο πρώτος μιναρές το τζαμιού. Το 1890 πυρκαγιά προκάλεσε καταστροφές στο κτίσμα, το οποίο αναστηλώθηκε το 1907-1909 από το βυζαντινολόγο Κάρολο Ντηλ. Στις 29 Ιουνίου 1913 ο χώρος καθαγιάστηκε εκ νέου και αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία. Μετά τους σεισμούς του 1978 ακολούθησαν εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης στην ανωδομή και τον ψηφιδωτό διάκοσμο και παράλληλα διεξήχθη ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του ναού και στον περιβάλλοντα χώρο του.
Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού έχει εκτελεστεί σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Στα χρόνια της Εικονομαχίας ανήκει ο ανεικονικός διάκοσμος της καμάρας του ιερού βήματος με τους σταυρούς και τα φύλλα σε επάλληλα τετράγωνα, όπως πιστοποιούν και τα τρία ψηφιδωτά μονογράμματα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Στ΄, της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας και του επισκόπου Θεσσαλονίκης Θεοφίλου. Στην ίδια περίοδο χρονολογείται και ο μεγάλος σταυρός στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, ίχνη του οποίου μόλις που διακρίνονται κάτω από την μεταγενέστερη, μέσα στον 11ο - 12ο αιώνα παράσταση της ένθρονης Παναγίας Βρεφοκρατούσας. Στον τρούλο η μεγαλειώδης σύνθεση της Ανάληψης ανάγεται στα τέλη του 9ου αιώνα και αποτελεί κορυφαίο δείγμα της λεγόμενης ''Αναγέννησης της εποχής των Μακεδόνων αυτοκρατόρων''. Η επιγραφή στη βάση του τρούλου, που αναφέρει το όνομα του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Παύλου (880-885), δεν συσχετίζεται με την κατασκευή του ψηφιδωτού.
Οι τοιχογραφίες του ναού ανάγονται στον 11ο αιώνα και συνδέονται με την ανέγερση του νάρθηκα μετά το 1037. Διατηρούνται λίγες μορφές μοναχών αγίων στα τόξα των παραθύρων του και ανάμεσά τους η Αγία Θεοδώρα της Θεσσαλονίκης (δίπλα στη βόρεια είσοδο).
Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού δεν είναι έργο μίας φάσης. Στους κίονες του ισογείου και στα κιονόκρανά τους χρησιμοποιήθηκε υλικό του 5ου και 6ου αιώνα. Ο άμβωνας, έργο του 5ου αιώνα, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905. Οι μαρμάρινοι κοσμήτες φαίνεται πως είναι σύγχρονοι της ανέγερσης του ναού.