- Το ίδρυμα
- Συνεδριακό Κέντρο
- Εκδηλώσεις
- Ευρωπαϊκά Προγράμματα
- Προκηρύξεις
- Τα νέα μας
- Σύνδεσμοι
- Επικοινωνία
- Θρησκευτικές διαδρομές
- Πολιτική Cookies & Προσωπικά Δεδομένα
Που θα μας βρείτε
+30 2310397800
, +30 2310397711
+30 2310397815
info@grigoriospalamas.gr
Ώρες λειτουργίας
Πρόγραμμα Νο 5
Ένα από τα εννέα βουλγαρικά μνημεία που το 1983 συμπεριλήφθηκε στη λίστα παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της UNESCO είναι το ξακουστό μοναστήρι της Ρίλα – το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο στα εδάφη της Βουλγαρίας και δεύτερο σε μέγεθος στα Βαλκάνια.
Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του βουνού Ρίλα (απ' όπου προέρχεται και η ονομασία του), σε ύψος 1150 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Δίπλα του ρέουν δύο μικροί ποταμοί. Είναι σε απόσταση 120 χλμ. περίπου από τη Σόφια. Το μοναστήρι ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από το μοναχό – ασκητή Άγιο Ιωάννη της Ρίλα και από μαθητές του, κατά την περίοδο του βασιλιά Πέταρ (927 -968), κοντά στη σπηλιά όπου κατοικούσε ο ασκητής. Μία από τις βασικές δραστηριότητες του αγίου ήταν το κήρυγμα του Χριστιανισμού στο βουλγαρικό λαό που βαπτίστηκε τον 9ο αιώνα. Ο Άγιος Ιωάννης της Ρίλα είναι ο ιδρυτής του οργανωμένου μοναχισμού στη Βουλγαρία και ένας από τους πρώτους αναχωρητές, ο οποίος ανακηρύχθηκε άγιος σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του – το 946 δηλαδή. Από την ίδια περίοδο είναι και η παλιότερη εικόνα στο μοναστήρι, αφιερωμένη επίσης στον Άγιο ενώ τα άγια λείψανά του φυλάσσονται στη μονή.
Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του το μοναστήρι γνώρισε περιόδους ακμής και παρακμής. Πάντα είχε προνόμια που του παραχωρούνταν από τους βασιλείς του Δευτέρου Βουλγαρικού κράτους (12ο -14ο αιώνα) και όλοι οι Βούλγαροι βασιλείς, από τον Ιβάν Ασέν Β' ως τον Ιβάν Σισμάν, πρόσφεραν πλούσιες δωρεές προς αυτό. Το 1335 ο ντόπιος φεουδάρχης Στέφαν Ντραγκόλοφ (Χρέλιο) έχτισε το μοναστήρι στον τόπο, όπου είναι και σήμερα.
Το καθολικό ήταν χτισμένο σε ρυθμό μονόκλιτης βασιλικής, ενώ η μονή περιλαμβάνει κελιά, όπου μένουν οι μοναχοί, και πύργο. Απ' όλα αυτά έμεινε μόνο ο πύργος που ονομάζεται «Χρέλιοβα κούλα» («Ο Πύργος του Χρέλιο»). Στον τελευταίο όροφό του έχει μικρό παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος με πολλές γνήσιες τοιχογραφίες μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Οι παλιότερες χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα και απεικονίζουν τρείς σκηνές από τη ζωή του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα.
Η ακμή της Αγίας Μονής της Ρίλα διακόπηκε ύστερα από το 14ο αιώνα από την οθωμανική κυριαρχία, όταν κάηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς και οι μοναχοί διώχτηκαν. Στα τέλη του 15ου αιώνα άρχισε η αναστήλωσή της από τους τρείς αδελφούς Ιωασάφ, Δαβίδ και Τεοφάν με την υποστήριξη του ρωσικού μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα στον Άθω. Για να παραμείνει ορθόδοξο και γραμματολογικό κέντρο του βουλγαρικού λαού στους δύσκολους καιρούς της σκλαβιάς, το μοναστήρι έλαβε την υποστήριξη των Ρώσων βασιλέων και των βοεβόδων της Μολδαβίας. Η περίοδος πιο ενεργούς δραστηριότητας της Μονής είναι η εποχή της Βουλγαρικής Αναγέννησης (18ο -19ο αιώνα).
Ένα από τα πολύτιμα έργα που φυλάσσονται στο Μουσείο του Μοναστηριού της Ρίλα είναι ο μοναδικός ξυλόγλυπτος Σταυρός από τον 18ο αιώνα που φιλοτεχνήθηκε από ένα μόνο κομμάτι ξύλου μεγέθους 81 x 43 εκ. από το μοναχό Ραφαήλ. Κατά τη διάρκεια 12 ετών ο μοναχός αυτός σμίλεψε πάνω στο ξύλο 104 θρησκευτικές σκηνές και 650 μικρές απεικονίσεις και όταν αυτό ολοκληρώθηκε το 1802, έχασε την όρασή του. Σήμερα στο μοναστήρι της Ρίλα φυλάσσονται περίπου 250 χειρόγραφα, βιβλία από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα, 9000 παλιές έντυπες θρησκευτικές εκδόσεις, χειρόγραφα καταγραμμένης θρησκευτικής μουσικής, γραφικές στάμπες από την εποχή της Αναγέννησης και πολλά ακόμη. Κάποια από τα πλέον πολύτιμα χειρόγραφα που φυλάσσονται εκεί είναι τα φύλλα που διασώζονται από τον 10ο -11ο αιώνα, γραμμένα με το πρώτο βουλγαρικό αλφάβητο – την επονομαζόμενη γλαγολική. Υπάρχουν επίσης δύο Ευαγγέλια γραμμένα σε περγαμηνές από το 13ο αιώνα, Ψαλτήρι και δύο συλλογές «Αντριάντι» από το 1473, το Ευαγγέλιο του Κρούπνικ από το 1677, με επένδυση που φιλοτεχνήθηκε από το χρυσοχόο Ματθαίο από τη Σόφια, η συλλογή Ρίλα από το 14ο – 15ο αιώνα που εμπεριέχει μεταγραφές των παλιότερων βίων και πολιτειών του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα. Ο άγιος άφησε στους διαδόχους του γραπτή Διαθήκη που φυλάχτηκε από τους μοναχούς της μονής.
Η ιδρυθείσα από τον Ιωάννη της Ρίλα ορθόδοξη Μονή παραμένει και σήμερα ένα στήριγμα και παρηγοριά για τους Βούλγαρους. Κατά την δέκα αιώνων ύπαρξή του το Μοναστήρι της Ρίλα δεν πέρασε ποτέ κάτω από την εξουσία του βυζαντινού κλήρου, οι λειτουργίες πάντα έγιναν στην παλιά εκκλησιαστική σλαβική γλώσσα, ενώ τα κηρύγματα ήταν πάντα στη ζωντανή βουλγαρική γλώσσα.
O ναός του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι είναι ο καθεδρικός ναός της Σόφιας, της πρωτεύουσας της Βουλγαρίας που ορθώνεται σε μια περιοχή 3170m2. Χτισμένος σε νέο-βυζαντινό ρυθμό είναι ένας από τους μεγαλύτερους ορθόδοξους ναούς, χωρητικότητας 5000 ατόμων, σύμβολο της Σόφιας και μεγάλο τουριστικό αξιοθέατο.
Πρόκειται για ένα εγγεγραμμένο σταυροειδή ναό στον οποίο δεσπόζει ένας μεγαλοπρεπής τρούλος, που έχει ύψος 45 μέτρα .Το καμπαναριό, ύψους 45 μέτρων, έχει δώδεκα καμπάνες που ζυγίζουν συνολικά 23 τόνους, με τη μεγαλύτερη να έχει βάρος 10 τόνων. Το εσωτερικό είναι διακοσμημένο με ιταλικό μάρμαρο, όνυχα από τη Βραζιλία ,αλάβαστρο και άλλα πολυτελή υλικά. Στον κεντρικό τρούλο απεικονίζεται ο Κύριος προσευχόμενος που περιτριγυρίζεται από χρυσό διάκοσμο.
Η κατασκευή του ναού άρχισε το 1882,ενώ είχε προγραμματιστεί από το 1879, αλλά στην πραγματικότητα χτίστηκε μεταξύ του 1904 και του 1912, προς τιμή των Ρώσων στρατιωτών που πέθαναν κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του1877 - 1878, που είχε σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Βουλγαρίας από τον τουρκικό ζυγό. Τα σχέδια του ναού έγιναν από τον Alexander Pomerantsev, που με τη βοήθεια των Alexander Smirnov και Alexander Yakovlev άλλαξε τα προσχέδια του Ivan Bogomolov του1884 - 1885. Την κατασκευή του ναού ανέλαβαν ομάδες από βούλγαρους, ρώσους, αυστροουγγαρούς και άλλους ευρωπαίους καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και μαστόρους, συμπεριλαμβανομένων και μερικών πολύ γνωστών, όπως ο Petko Momchilov, Ivan Mrkvicka, Anton Mitov και πολλών άλλων. Τα μαρμάρινα μέρη και τα βιτρό κατασκευάστηκαν στο Μόναχο, ενώ τα μεταλλικά μέρη στο Βερολίνο και τα μωσαϊκά στη Βενετία.
Το όνομα του καθεδρικού άλλαξε και ονομάστηκε στους Αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο μεταξύ του 1916 και 1920, το αρχικό όνομα όμως είχε ήδη καθιερωθεί στη συνείδηση του λαού. Έτσι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι ανακηρύχτηκε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Υπάρχει ένα μουσείο με βουλγάρικες εικόνες μέσα στην κρύπτη του ναού, που αποτελεί τμήμα της Εθνικής Πινακοθήκης. Θεωρείται ότι πρόκειται για την μεγαλύτερη συλλογή ορθοδόξων εικόνων στην Ευρώπη. Γύρω από το ναό υπάρχει μόνιμη αγορά ειδών λαϊκής τέχνης.
Η μονή ιδρύθηκε το 1083 από τον Βυζαντινό στρατιωτικό διοικητή, γεωργιανής καταγωγής, Grigorii Bakuriani και τον αδελφό του Abazii. Ωσ-τόσο, μόνο η διώροφη με κόκαλα, κρύπτη, που βρίσκεται περίπου 300 μ., στα ανατολικά της σημερινής, έχει διασωθεί από εκείνη την εποχή. Στο οστεοφυλάκιο διασώζονται μερικές εξαιρετικές τοιχογραφίες του 11ου-12ου αιώνα, οι οποίες συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο πολύτιμων έργων τέχνης του ορθόδοξου πολιτισμού.
Κατά την εποχή του Δεύτερου βουλγαρικού κράτους, το μοναστήρι ήταν υπό την προστασία του Τσάρου Ιβάν Αλεξάνδρου, πορτρέτο του οποίου μπορεί να δει κανείς ακόμη στην αψίδα του νάρθηκα του οστεοφυλακίου .Στο τέλος του 11ου αιώνα, στο μοναστήρι ιδρύεται Εκκλησιαστική Σχολή. Ένα σημαντικό γεγονός για την ιστορία της μονής, είναι ότι μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας από τους οθωμανούς, κατά το τέλος του 14ου αιώνα, ο βούλγαρος Πατριάρχης, Ευθύμιος, στάλθηκε εξόριστος στο μοναστήρι. Ωστόσο, η εξορία δεν αποθάρρυνε τον Πατριάρχη και ο ίδιος, μαζί με τους δασκάλους της σχολής, ανέπτυξε μια ενεργό θρησκευτική και πολιτιστική δραστηριότητα πίσω από τα τείχη του μοναστηριού, που είχε αντίκτυπο σε όλη την περιοχή.
Παρ' όλο που το μοναστήρι του Bachkovo επέζησε από το πρώτο πραξικόπημα της οθωμανικής εισβολής, δεν κατόρθωσε να γλιτώσει αργότερα, μιας και, όπως και τα υπόλοιπα μοναστήρια, υπέστη την καταστροφική μανία των Τούρκων. Οι ζημιές ωστόσο αποκαταστάθηκαν προς το τέλος του 15ου αιώνα και η σημερινή τραπεζαρία ανακατασκευάστηκε το 1601, ενώ το σημερινό καθολικό που είναι αφιερωμένο στην Παναγία ολοκληρώθηκε το 1604. Οι τοιχογραφίες της τραπεζαρίας, που ολοκληρώθηκαν το 1603 από κάποιο άγνωστο καλλιτέχνη, είναι γνωστές για την αναμφισβήτητη καλλιτεχνική τους αξία.
Ο ναός, από την άλλη πλευρά, μπορεί να υπερηφανεύεται επίσης για τις όμορφες τοιχογραφίες του, αλλά αυτό που κυρίως προκαλεί θαυμασμό στους επισκέπτες είναι η εξαιρετική εικόνα της Θεοτόκου. Μια μεγάλη ουρά προσκυνητών που επιθυμούν να προσευχηθούν στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, ξεκινά πολύ συχνά έξω από την είσοδο του ναού.
Εκτός από την κύρια εκκλησία, το συγκρότημα διαθέτει επίσης δύο μικρότερα παρεκκλήσια: το ένα τιμάται στους Αρχαγγέλους (13ος - 14ος αιώνας) και βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της εσωτερικής αυλής (δίπλα από τον κυρίωςναό) και το άλλο , είναι χτισμένο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου ( 1834-1837). Το παρεκκλήσι του Αγίου Νικόλαου βρίσκεται στη νότια πλευρά της αυλής, και αξίζει να το επισκεφθεί κανείς για τις, πολύ καλά διατηρημένες τοιχογραφίες του διάσημου καλλιτέχνη Zahari Zograf (συμπεριλαμβανομένης και της προσωπογραφίας του καλλιτέχνη) που περατώθηκαν το 1841. Το μοναστήρι έχει δικό του μουσείο που διαθέτει θρησκευτικά κειμήλια από διάφορες εποχές.