- Το ίδρυμα
- Συνεδριακό Κέντρο
- Εκδηλώσεις
- Ευρωπαϊκά Προγράμματα
- Προκηρύξεις
- Τα νέα μας
- Σύνδεσμοι
- Επικοινωνία
- Θρησκευτικές διαδρομές
- Πολιτική Cookies & Προσωπικά Δεδομένα
Που θα μας βρείτε
+30 2310397800
, +30 2310397711
+30 2310397815
info@grigoriospalamas.gr
Ώρες λειτουργίας
Πρόγραμμα Νο 4
Η Ιερά Μονή Κορνοφωλιάς είναι κτισμένη σε απόσταση ενός χιλιομέτρου δυτικά του χωριού Κορνοφωλιά Σουφλίου, πάνω στο λόφο "Κουρί" και τιμάται στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το κύριο πανηγύρι της μονής γίνεται στα Εννιάμερα της Παναγίας, δηλαδή στην απόδοση της γιορτής της Κοιμήσεως, στις 23 Αυγούστου. Πότε ακριβώς κτίστηκε η Μονή μας είναι άγνωστο, θεωρείται όμως ότι στη θέση εκείνη υπήρχε παλιότερα άλλο μοναστήρι. Η τοπική παράδοση τη θέλει να έχει ιστορία τεσσάρων περίπου αιώνων. Εκείνο που μας είναι γνωστό, είναι ότι στις αρχές του 18ου αιώνα δόθηκε ανεπίσημα ως μετόχι στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους. Κατά το έτος 1747, με τη συγκατάθεση των κατοίκων της Κορνοφωλιάς και με ενέργειες του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου Αυξεντίου (1744 - 1757) και του ηγούμενου της Μονής, Ιερομονάχου Αυξεντίου, επισημοποιήθηκε και επικυρώθηκε η κυριότητα της Μονής Ιβήρων, με Πατριαρχικό σιγίλιο (απόφαση) της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, επί Πατριαρχίας Παϊσίου Β'.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας λειτούργησε στο μοναστήρι κρυφό σχολειό, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής. Μέσα στην ασφάλεια του μοναστηριακού περιβόλου συγκροτούνταν αντάρτικες ομάδες κατά των Τούρκων, με το πρόσχημα της εκπαίδευσης των αντρών στις αγροτικές καλλιέργειες της μονής. Στο κέντρο της αυλής του μοναστηριού μάλιστα, βρίσκεται η προτομή του ηγούμενου Πορφύριου, που βρήκε μαρτυρικό θάνατο το 1912 από τους Τούρκους.
Στο καθολικό που είναι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου, βρίσκεται περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο που χρονολογείται το 1865. Φιλοτεχνήθηκε από κάποιον τεχνίτη με το όνομα Σταμάτιος Μαδυτιανός και φέρει παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Οι φορητές εικόνες είναι μεταγενέστερες και οι τοιχογραφίες ανάγονται στα μέσα του 18ου αιώνα, ίσως και παλιότερα ,ενώ είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια , επειδή έχουν εμφανή ίχνη επιζωγράφισης.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Πορταΐτισσας, είναι αντίγραφο της Μονής Ιβήρων και είναι του 1757. Δόθηκε μαζί με το λείψανα του ποδιού του Αγ. Χαραλάμπους, ως δώρο από τους Ιβηρίτες Πατέρες, την περίοδο της παραχώρησης του μοναστηριού στη μονή Ιβήρων. Αξιόλογες είναι επίσης οι εικόνες του τέμπλου που είναι δωρεά Ελλήνων της Βουλγαρίας, οι εικόνες του προφήτη Ηλία και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Έπειτα από πολυετή εγκατάλειψη, το μοναστήρι επαναλειτούργησε το 1980, όταν εγκαταστάθηκε σ' αυτό γυναικεία αδελφότητα. Οι μοναχές είναι 13 και ασχολούνται με την αγιογραφία, το χρυσοκέντημα , τις αγροτικές καλλιέργειες. Το μοναστήρι λειτουργεί σύμφωνα με το αγιορείτικο τυπικό της μονής Ιβήρων.
Ένα από τα εννέα βουλγαρικά μνημεία που το 1983 συμπεριλήφθηκε στη λίστα παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της UNESCO είναι το ξακουστό μοναστήρι της Ρίλα – το μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο στα εδάφη της Βουλγαρίας και δεύτερο σε μέγεθος στα Βαλκάνια.
Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του βουνού Ρίλα (απ' όπου προέρχεται και η ονομασία του), σε ύψος 1150 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Δίπλα του ρέουν δύο μικροί ποταμοί. Είναι σε απόσταση 120 χλμ. περίπου από τη Σόφια. Το μοναστήρι ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από το μοναχό – ασκητή Άγιο Ιωάννη της Ρίλα και από μαθητές του, κατά την περίοδο του βασιλιά Πέταρ (927 -968), κοντά στη σπηλιά όπου κατοικούσε ο ασκητής. Μία από τις βασικές δραστηριότητες του αγίου ήταν το κήρυγμα του Χριστιανισμού στο βουλγαρικό λαό που βαπτίστηκε τον 9ο αιώνα. Ο Άγιος Ιωάννης της Ρίλα είναι ο ιδρυτής του οργανωμένου μοναχισμού στη Βουλγαρία και ένας από τους πρώτους αναχωρητές, ο οποίος ανακηρύχθηκε άγιος σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του – το 946 δηλαδή. Από την ίδια περίοδο είναι και η παλιότερη εικόνα στο μοναστήρι, αφιερωμένη επίσης στον Άγιο ενώ τα άγια λείψανά του φυλάσσονται στη μονή.
Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του το μοναστήρι γνώρισε περιόδους ακμής και παρακμής. Πάντα είχε προνόμια που του παραχωρούνταν από τους βασιλείς του Δευτέρου Βουλγαρικού κράτους (12ο -14ο αιώνα) και όλοι οι Βούλγαροι βασιλείς, από τον Ιβάν Ασέν Β' ως τον Ιβάν Σισμάν, πρόσφεραν πλούσιες δωρεές προς αυτό. Το 1335 ο ντόπιος φεουδάρχης Στέφαν Ντραγκόλοφ (Χρέλιο) έχτισε το μοναστήρι στον τόπο, όπου είναι και σήμερα.
Το καθολικό ήταν χτισμένο σε ρυθμό μονόκλιτης βασιλικής, ενώ η μονή περιλαμβάνει κελιά, όπου μένουν οι μοναχοί, και πύργο. Απ' όλα αυτά έμεινε μόνο ο πύργος που ονομάζεται «Χρέλιοβα κούλα» («Ο Πύργος του Χρέλιο»). Στον τελευταίο όροφό του έχει μικρό παρεκκλήσι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος με πολλές γνήσιες τοιχογραφίες μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Οι παλιότερες χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα και απεικονίζουν τρείς σκηνές από τη ζωή του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα.
Η ακμή της Αγίας Μονής της Ρίλα διακόπηκε ύστερα από το 14ο αιώνα από την οθωμανική κυριαρχία, όταν κάηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς και οι μοναχοί διώχτηκαν. Στα τέλη του 15ου αιώνα άρχισε η αναστήλωσή της από τους τρείς αδελφούς Ιωασάφ, Δαβίδ και Τεοφάν με την υποστήριξη του ρωσικού μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα στον Άθω. Για να παραμείνει ορθόδοξο και γραμματολογικό κέντρο του βουλγαρικού λαού στους δύσκολους καιρούς της σκλαβιάς, το μοναστήρι έλαβε την υποστήριξη των Ρώσων βασιλέων και των βοεβόδων της Μολδαβίας. Η περίοδος πιο ενεργούς δραστηριότητας της Μονής είναι η εποχή της Βουλγαρικής Αναγέννησης (18ο -19ο αιώνα).
Ένα από τα πολύτιμα έργα που φυλάσσονται στο Μουσείο του Μοναστηριού της Ρίλα είναι ο μοναδικός ξυλόγλυπτος Σταυρός από τον 18ο αιώνα που φιλοτεχνήθηκε από ένα μόνο κομμάτι ξύλου μεγέθους 81 x 43 εκ. από το μοναχό Ραφαήλ. Κατά τη διάρκεια 12 ετών ο μοναχός αυτός σμίλεψε πάνω στο ξύλο 104 θρησκευτικές σκηνές και 650 μικρές απεικονίσεις και όταν αυτό ολοκληρώθηκε το 1802, έχασε την όρασή του. Σήμερα στο μοναστήρι της Ρίλα φυλάσσονται περίπου 250 χειρόγραφα, βιβλία από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα, 9000 παλιές έντυπες θρησκευτικές εκδόσεις, χειρόγραφα καταγραμμένης θρησκευτικής μουσικής, γραφικές στάμπες από την εποχή της Αναγέννησης και πολλά ακόμη. Κάποια από τα πλέον πολύτιμα χειρόγραφα που φυλάσσονται εκεί είναι τα φύλλα που διασώζονται από τον 10ο -11ο αιώνα, γραμμένα με το πρώτο βουλγαρικό αλφάβητο – την επονομαζόμενη γλαγολική. Υπάρχουν επίσης δύο Ευαγγέλια γραμμένα σε περγαμηνές από το 13ο αιώνα, Ψαλτήρι και δύο συλλογές «Αντριάντι» από το 1473, το Ευαγγέλιο του Κρούπνικ από το 1677, με επένδυση που φιλοτεχνήθηκε από το χρυσοχόο Ματθαίο από τη Σόφια, η συλλογή Ρίλα από το 14ο – 15ο αιώνα που εμπεριέχει μεταγραφές των παλιότερων βίων και πολιτειών του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα. Ο άγιος άφησε στους διαδόχους του γραπτή Διαθήκη που φυλάχτηκε από τους μοναχούς της μονής.
Η ιδρυθείσα από τον Ιωάννη της Ρίλα ορθόδοξη Μονή παραμένει και σήμερα ένα στήριγμα και παρηγοριά για τους Βούλγαρους. Κατά την δέκα αιώνων ύπαρξή του το Μοναστήρι της Ρίλα δεν πέρασε ποτέ κάτω από την εξουσία του βυζαντινού κλήρου, οι λειτουργίες πάντα έγιναν στην παλιά εκκλησιαστική σλαβική γλώσσα, ενώ τα κηρύγματα ήταν πάντα στη ζωντανή βουλγαρική γλώσσα.
Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου βρίσκεται δύο χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από την πόλη Ζέμεν και 70, περίπου, χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, Σόφια. Είναι κτισμένο στις βορειοανατολικές πλαγιές των βουνών Κονγιάβσκα, εκεί που ξεκινάει το φαράγγι του Ζέμεν. Το φαράγγι αυτό, λόγω της θέσης του, ήταν στρατηγικής σημασίας και για αυτό το Ζέμεν είναι γνωστό ως οχυρωμένο χωριό από τους Μεσαιωνικούς χρόνους και αναφέρεται σε αρχεία από τον 11ο αιώνα.
Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου είναι η παλαιότερη κατασκευή μέσα στο μοναστήρι. Εκτιμάται ότι έχει κτιστεί τον 11ο αιώνα. Έχει, πρακτικά, κυβικό σχήμα με 9,18 μ. μήκος, 8,71 μ. πλάτος και 7 μ. ύψος (11,20 με τον τρούλο) και έχει κτιστεί από πέτρες. Εσωτερικά είναι διακοσμημένη με εκπληκτικές τοιχογραφίες, το πρώτο στρώμα των οποίων ανάγεται στο δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, ενώ το δεύτερο στον 14ο. Θαυμάσια είναι η τοιχογραφία του Παντοκράτορα καθώς μεταφέρεται από 12 αγγέλους ,στο κέντρο του τρούλου. Οι δώδεκα προφήτες (Σαμουήλ, Ααρών, Μωυσής, Δανιήλ, Ελισαίος, Ηλίας, Αββακούμ κλπ.) απεικονίζονται στο τύμπανο κάτω από τον τρούλο. Στα τόξα του θόλου βρίσκονται επίσης οι τέσσερις Ευαγγελιστές.
Άλλες χαρακτηριστικές αγιογραφίες είναι: η "Σταύρωση", η οποία βρίσκεται στον δυτικό τοίχο του βορείου θόλου, ο "Μοίρασμα των ιματίων του Ιησού Χριστού", "Η κοίμηση της Θεοτόκου", "Η Παναγία βρεφοκρατούσα", "Η Ανάληψη", "Η Δίκη του Πιλάτου", "Η Κοινωνία των Αποστόλων", "Ο Ιησούς Χριστός στον Άννα και Καϊάφα", "Η σφυρηλασία των καρφιών". Πολλές είναι και οι τοιχογραφίες που αναπαριστούν αγίους, όπως τον Απόστολο Πέτρο, την Αγία Άννα, τον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη, τον Άγιο Ιωάννη της Ρίλα και άλλους.
Οι τοιχογραφίες του 14ου αιώνα φιλοτεχνήθηκαν με δαπάνη του Δεσπότη ΝτέγιανΔραγάση και της γυναίκας του Ευδοκίας, οι οποίοι απεικονίζονται σε τοιχογραφίες στον ναό. Ο Δεσπότης Ντέγιαν ήταν Σέρβος σεβαστοκράτορας (ο Σεβαστοκράτωρ ήταν ανώτατος τίτλος της βυζαντινής αυλής, ο οποίος υποδήλωνε την ανώτατη αρχηγία τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο). Η εγγονή του Δεσπότη Ντέγιαν, Ελένη Δραγάση ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Το μοναστήρι του Ντραγκαλέφσκι βρίσκεται στο βουνό της Βίτοσα, στους πρόποδες του οποίου έχει κτιστεί και η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, Σόφια. Ιδρύθηκε το 1345 από τον τσάρο Ιβάν Αλεξάντερ και γι' αυτό αναφέρεται στις πηγές και ως "Βασιλικό Μοναστήρι".
Το μοναστήρι καταστράφηκε το 1382, κατά την διάρκεια της οθωμανικής εισβολής, και εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς του μέχρι το 1476, οπότε και ανοικοδομήθηκε. Η αγιογράφηση της μονής έχει γίνει σε τρεις διαφορετικές περιόδους, με πιο σημαντική αυτή του 1476, με την τεχνοτροπία της σχολής του Τέρνοβο και την δωρεά του Βούλγαρου αριστοκράτη Ράντοσλαβ Μαβάρ.
Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, στην διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, το μοναστήρι ήταν μεγάλο πνευματικό κέντρο και σχολείο. Εδώ γράφτηκε το 1534 το "Ευαγγέλιο του Ντραγκαλέβτσι", το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο Εκκλησιαστικό, Αρχαιολογικό και Ιστορικό Μουσείο της Σόφιας. Το μοναστήρι ανακαινίστηκε ξανά τον 17ο αιώνα. Η αγιογράφηση αυτής της περιόδου εκτιμάται ότι είναι του αγίου Ποιμένα της Σόφιας, γνωστού ζωγράφου και λογίου του 17ου αιώνα. Το εικονοστάσι της εκκλησίας ανάγεται στον 18ο αιώνα. Στο μοναστήρι υπάρχουν, επίσης, εικόνες του Νικόλα Ιβάνοβ Ομπραζοπήσοβ, Βούλγαρου αγιογράφου του 19ου αιώνα.
Από το παλιό μοναστήρι έχει διατηρηθεί η, τύπου Μπόγιαρ, (ρωσικού τύπου βασιλική, χωρίς τρούλους) εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και η οποία είχε κτιστεί πριν από την οθωμανική κυριαρχία. Από τον νάρθηκα της εκκλησίας οι αγιογραφίες σώζονται μέχρι σήμερα σε σχετικά καλή κατάσταση. Στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα, χαρακτηριστικές αγιογραφίες είναι "η φιλοξενία του Αβραάμ", "η Θυσία του Αβραάμ" και "ο Προφήτης Ηλίας στην σπηλιά". Επίσης υπάρχουν οι απεικονίσεις του δωρητή του μοναστηριού και της συζύγου του. Στον ανατολικό, βόρειο και νότιο τοίχο του νάρθηκα υπάρχει η σύνθεση της Αποκάλυψης, στη δυτική πρόσοψη της παλαιάς εκκλησίας βρίσκονται οι εικόνες της Παναγίας, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Μερκουρίου. Στο εσωτερικό της εκκλησίας σώζονται "Η δίκη του Πιλάτου", "Ο Ιούδας επιστρέφει τα 30 αργύρια", "Το κρέμασμα του Ιούδα", "Η άρνηση του Πέτρου", καθώς και οι εικόνες του Αγίου Ρωμανού, του Απόστολου Πέτρου και άλλων.
Οι τοιχογραφίες στον εξωτερικό βόρειο τοίχο φιλοτεχνήθηκαν τον 17ο αιώνα και απεικονίζουν, μεταξύ άλλων, τον Άγιο Ιωάννη της Ρίλα αλλά και την Αγία Παρασκευή του Τέρνοβο ή Αγία Παρασκευή τη νέα, ή την "Επιβατηνή" . Οι τελευταίες αυτές αγιογραφίες βρίσκονται σήμερα στο εσωτερικό της εκκλησίας του Αγίου Μηνά που χτίστηκε το 1932, στην βόρεια πλευρά της παλαιάς εκκλησίας. Οι δύο εκκλησίες σήμερα συνδέονται μέσω κοινής στέγης και ανοιχτού αψιδωτού νάρθηκα.
Στο μοναστήρι φυλάσσεται μέρος των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου του νέου της Σόφιας, Βούλγαρου αγίου, που μαρτύρησε και θανατώθηκε στην πυρά στις 11 Φεβρουαρίου του 1515. Σύμφωνα με την παράδοση, όσο κι αν προσπάθησαν οι Τούρκοι να αποτεφρώσουν το σώμα του Γεωργίου, αυτό παρέμεινε άκαυτο. Ο μαρτυρικός θάνατος του αγίου αυτού προμηνύει την αρχή σειράς βουλγαρικών εξεγέρσεων κατά τον 16ο - 17ο αιώνα.
Για κάποια χρόνια, στα μέσα του 19ου αιώνα, το μοναστήρι αποτέλεσε κέντρο επαναστατικών ενεργειών εναντίων των Τούρκων και κρησφύγετο του Βούλγαρου ποιητή και επαναστάτη, Βασίλι Λέφσκι, του "απόστολου της ελευθερίας", όπως τον αποκαλούν οι Βούλγαροι.
Τα πρώτα ίχνη της θρησκευτικής ζωής στην περιοχή χρονολογούνται από τα τέλη του 16ου αιώνα ή ,σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, ακόμη παλαιότερα ,περίπου το τέλος του Δεύτερου βουλγαρικού κράτους (γύρω στο 14ο αιώνα), όταν και η ίδια η πόλη της Troyan ιδρύθηκε. Σύμφωνα με τα αρχεία της μονής, που καταγράφηκαν από ένα άγνωστο μοναχό, η μονή ιδρύθηκε από κάποιον ερημίτη που ήρθε στην περιοχή και έχτισε ένα απλό κελί μερικά χρόνια μετά την πτώση του Δεύτερου βουλγαρικού κράτους. Ο ασκητής γρήγορα κέρδισε το σεβασμό των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι άρχισαν να τον επισκέπτονται για πνευματική καθοδήγηση και συμβουλές. Αργότερα, έκτισε μια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία.
Από την ίδρυση του έως και το 1830 το μοναστήρι έζησε δύσκολες στιγμές, όταν συχνά δεχόταν επιθέσεις και επιδρομές που το κατέστρεφαν, ενώ οι μοναχοί του έβρισκαν το θάνατο. Το μοναστήρι εξαρτιόταν πνευματικά από τους επισκόπους της κοντινής ελλαδικής εκκλησίας, οι οποίοι συχνά εκμεταλλεύονταν τα εδάφη του για προσωπικό όφελος, εντείνοντας τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Η λύση στο πρόβλημα ήρθε το 1830, όταν μια αντιπροσωπεία μοναχών επισκέφθηκε τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να υποβάλουν αίτηση για τη θρησκευτική, διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία της μονής του Troyan. Με τη συμπαράσταση του Μητροπολίτη της Troyan Ιλλαρίωνα, η αντιπροσωπεία των μοναχών τελικά κατόρθωσε αυτό για το οποίο είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Ένα πατριαρχικό σιγίλλιο, με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1830, έδωσε το μοναστήρι την επιθυμητή αυτονομία, δηλώνοντας ότι είχε απαλλαγεί από τη δικαιοδοσία του τοπικού επισκόπου της Lovech και ήταν άμεσα υπαγόμενο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από εκείνο το σημείο και μετά, το μοναστήρι άκμασε και κατάφερε να εξελιχθεί σε πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο.
Εκτός από το θρησκευτικό του ρόλο, το μοναστήρι αναδείχτηκε σε πνευματικό φυτώριο που έδωσε στο βουλγαρικό έθνος συγγραφείς, μεταφραστές, δασκάλους αλλά και ιστορικούς, όπως ο μοναχός Spirodon, συγγραφέας του δεύτερου βιβλίου για τη βουλγαρική ιστορία (1792). Επίσης, συνδέθηκε με το βουλγαρικό αγώνα κατά της Τουρκοκρατίας. Ομοίως, στη μονή του Troyan φιλοξενήθηκε συχνά ο περίφημος βούλγαρος Απόστολος της Ελευθερίας, ο Vassil Levski, όπως και σε άλλα μοναστήρια. Οι τελευταίες επαναστατικές επιτροπές δεν σχηματίζονταν μόνο στην πόλη του Troyan, αλλά και στο ίδιο το μοναστήρι. Στη μυστική επιτροπή του μοναστηριού συμμετείχαν περίπου 80 μοναχοί και είχε επικεφαλής τον αρχιμανδρίτη Makari. Εκείνη την εποχή (μέσα 19ου αιώνα) η παραγωγή των βιβλίων στο μοναστήρι μειώθηκε, αλλά αυτό ήταν μόνο εξαιτίας της ενασχόλησης των μοναχών με την προμήθεια όπλων. Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού ρωσοτουρκικού πολέμου, ο Makari επέτρεψε να μετατραπεί το μοναστήρι σε ένα νοσοκομείο εκστρατείας για τους Ρώσους.
Το μοναστήρι είναι χτισμένο στο στυλ της βουλγαρικής Αναγέννησης. Το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου είναι το παλαιότερο αλλά και το καλύτερα διατηρημένο θρησκευτικό κτίριο στην περιοχή, αν και βρίσκεται έξω από το σημερινό μοναστηριακό συγκρότημα, περίπου μισή ώρα απόσταση με τα πόδια νότια από αυτό. Το καθολικό της μονής που είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, χτίστηκε το 1835 με δαπάνες του άρχοντα του χωριού της Peshtera, που ονομαζόταν Κωνσταντίνος. Η εκκλησία χτίστηκε από πορώδη ασβεστόλιθο και μεγάλους πλίνθους σε εναλλασσόμενες στρώσεις και ξεχωρίζει με την αρχιτεκτονική του, προκαλώντας το θαυμασμό των επισκεπτών του.
Όπως πολλά άλλα βουλγαρικά μοναστήρια κι αυτό επίσης έχει τη θαυματουργή εικόνα του, η οποία έφθασε στο μοναστήρι κατά τη στιγμή της ίδρυσής του, την εικόνα της Παναγίας Τριχερούσας. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα δωρήθηκε από κάποιον μοναχό, που στο δρόμο του από το Άγιο Όρος για την σημερινή Ρουμανία έμαθε για τον ερημίτη που ζούσε κοντά στο Troyan και έμεινε κάποιο διάστημα μαζί του.
Αν και τα κτίρια του μοναστηριού χτίστηκαν από διάφορα εργαστήρια σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, η δομή του μοναστηριού διακρίνεται για την αρμονία της.Τα κτίρια του μοναστηριού είναι τριώροφα και τετραώροφα, με μεγάλες βεράντες που βλέπουν στην εσωτερική αυλή και είναι δομημένα με στήλες και παραπέτα στο στυλ των παλιών βουλγαρικών σχολείων.
Οι τοιχογραφίες του μοναστηριού και της εκκλησίας έγιναν το 1847 - 1849 από το διάσημο βούλγαρο καλλιτέχνη, Zahari Zograf της σχολής εικονογράφησης του Samokov. Οι εικόνες του καθολικού αποτελούν στην πλειοψηφία τους έργα άλλων καλλιτεχνών της σχολής του Samokov, συμπεριλαμβανομένων του αδερφού του Zahari, Dimitar Zograf. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Zahari και οι συμμαθητές του ζωγράφισαν ένα μεγάλο αριθμό από τις τοιχογραφίες και σε πολλά ακόμη μοναστήρια, εκείνες του Troyan θυμίζουν πολλά άλλα μέρη, συμπεριλαμβανομένου και του δημοφιλούς μοναστηριού της Rila. Ωστόσο, η διακόσμηση του μοναστηριού του Troyan είναι πιο περίπλοκη και χαρακτηρίζεται περισσότερο από μπαρόκ φύλλα και περιπλεγμένα κλαδιά.
Παρομοίως με τα άλλα μοναστήρια στα οποία εργαζόταν (όπως για παράδειγμα στο μοναστήρι του Bachkovo) και πάλι ο Zahari ζωγράφισε την προσωπογραφία του στο πορτρέτο του ηγουμένου. Πρωτότυπη είναι η απεικόνιση στο ιερό ομάδας 27 μοναχών που ζούσαν στο μοναστήρι την εποχή εκείνη. Μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία που στην πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τις υπόλοιπες τοιχογραφίες του μοναστηριού, είναι αυτή που βρίσκεται σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους των κελιών. Ο Zahari Zograf απεικονίζει ένα λιοντάρι και έναν ελέφαντα, που συμβολίζουν τη δύναμη και την υπομονή του βουλγαρικού λαού, κατά τη μακρά οθωμανική κυριαρχία. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο της εκκλησίας, που είναι κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο καρυδιάς και φιλοτεχνημένο από τους μαθητές της σχολής καλών τεχνών της Tryavna, είναι επίσης εντυπωσιακό.
Η ακριβής ημερομηνία της αρχικής κατασκευής του μοναστηριού δεν είναι γνωστή, αλλά σύμφωνα με ανακοίνωση που βρέθηκε σε μια αψίδα του καθολικού της μονής, μια εκκλησία, στο όνομα της Αγίας Τριάδας, ήταν χτισμένη σε αυτό το μέρος ήδη από το έτος 1272. Σύμφωνα με την παράδοση, το μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Τσάρο Ivan Assen τον δεύτερο. Κατά την περίοδο του δεύτερου βουλγαρικού κράτους, η μονή του Αγίου Νικολάου έγινε ένα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Μετά την πτώση του Turnovo από την οθωμανική εισβολή, το μοναστήρι πυρπολήθηκε και καταστράφηκε. Δεν ήταν νωρίτερα από τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν οι κάτοικοι των γύρω χωριών κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν από τις τουρκικές αρχές άδεια για την ανοικοδόμηση του.
Η πιο πρόσφατη ανοικοδόμηση της μονής χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα. Το σημερινό καθολικό κτίστηκε το 1835, ενώ το 1864, δύο αδέλφια από την πόλη της Έλενας δώρισαν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για την κατασκευή νέων κτιρίων στο μοναστήρι, ώστε να εγκατασταθούν σ' αυτό και πάλι μοναχοί. Το μοναστήρι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της βουλγαρικής Αναγέννησης. Το 1830, άρχισε να φιλοξενεί ένα λογοτεχνικό σχολείο, ενώ στο 1860, βοήθησε στην οργάνωση της εξέγερσης του HadzhiStavri. Το μοναστήρι πήρε μέρος στην προετοιμασία για την Επανάσταση του Απριλίου.
Πόρτες από συμπαγές ξύλο και απότομα πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούν στην αυλή του μοναστηριού και το καθολικό της εκκλησίας, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της. Εξωτερικά το συγκρότημα του μοναστηριού θυμίζει μεσαιωνικό φρούριο. Ο ναός φιλοξενεί μια πλούσια συλλογή από εικόνες, εκ των οποίων μία της Παναγίας, είναι πιθανότατα ζωγραφισμένη από τον γνωστό βούλγαρο καλλιτέχνη Πάπα Vitan, αλλά και έργα από το διπλανό μοναστήρι του Plakovo.